«Στο τέλος θα θυμόμαστε, όχι τα λόγια των εχθρών μας, αλλά, την σιωπή των φίλων μας»
«Το ποιο επικίνδυνο από όλα τα ηθικά διλήμματα είναι όταν, είμαστε υποχρεωμένοι να κρύβουμε την αλήθεια για να βοηθήσουμε την αλήθεια να νικήσει»
MIND CONTROL: «PRACTICE, PRACTICE, PRACTICE» EDOM - Ακούω «ΦΩΝΕΣ» μέσα στο μυαλό μου «Κάνε το, Κάνε το, Κάνε το! (Do it, Do it, Do it!»

Η φωνή μέσα στο κεφάλι του Μαρκ Ντ. Τσάπμαν λίγο πριν σκοτώσει τον Τζον Λένον

Μind Control: Τηλεκατευθυνόμενοι υπηρέτες και «Δολοφόνοι μιας χρήσης»

O Αργεντινός Ρικάρντο Σ. Καπούτο (Ricardo S. Caputo) ήταν ένας πολύ διαταραγμένος άνθρωπος. «Εσωτερικές Φωνές Ζητούσαν Αίμα: Ένα Εξομολογητικό Ημερολόγιο της Δολοφονίας Τεσσάρων Γυναικών» έτσι τιτλοφορούνταν το άρθρο, που έγραψε για την περίπτωσή του, ο δημοσιογράφος Νάθανιελ Νας (Nathaniel C. Nash) στην εφημερίδα New York Times (13 Μαρτίου 1994). Στις πολυάριθμες συνεδρίες του με ψυχιάτρους και δικηγόρους ο Καπούτο έλεγε πως άκουγε «παράξενες φωνές» κι «έβλεπε παραισθήσεις», που τον οδηγούσαν στα δολοφονικά του ξεσπάσματα.

Στο ημερολόγιο του ο δολοφόνος περιέγραφε πως διέπραττε τα φρικιαστικά του εγκλήματα, ενώ βρισκόταν συνεχώς σ’ ένα είδος «ανοιχτής ακρόασης» και οι φωνές που άκουγε μέσα στο μυαλό του τον ανάγκαζαν να αλλάζει συνεχώς τη συναισθηματική του κατάσταση, δημιουργώντας του μια μανία για δολοφονίες.

Τελικά ο Καπούτο, αφού διέπραξε τουλάχιστον τέσσερις φόνους, επέστρεψε στον αδελφό του Αλφρέντο, ο οποίος και τον παρέδωσε στη δικαιοσύνη. Αφού συνελήφθη από τις αρχές της Αργεντινής και ανακρίθηκε, τόσο η αστυνομία, όσο και η δικαιοσύνη σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά, αδυνατώντας να βγάλουν άκρη για την περίπτωση του. Δήλωσαν μάλιστα πως ο Καπούτο «θα μπορούσε να μην συλληφθεί, ανεξάρτητα με το πόσα εγκλήματα είχε ομολογήσει». Στο ημερολόγιο, που περιέγραφε τις δολοφονίες του, ο Καπούτο έγραφε πως οι φωνές τον ενοχλούσαν συνεχώς μέχρι να διαπράξει μια δολοφονία: «Οι φωνές δεν με άφηναν στιγμή σε ησυχία» Η περίπτωση του Αργεντινού Καπούτο δυστυχώς δεν είναι η μοναδική.

Στις 17 Φεβρουαρίου του 1989 η εφημερίδα Washington Post φιλοξένησε άρθρο με το μακάβριο τίτλο: «Ο Δολοφόνος Τραπεζικός Βασανίζονταν από Φωνές». Το δημοσίευμα αναφέρονταν στον Εμάνουελ Τσιγκέϊε (Emmanuel Tsegaye), έναν 33χρονο αιθιοπικής καταγωγής τραπεζικό υπάλληλο από το Μέριλαντ, ο οποίος περιγράφονταν ως «δυσαρεστημένος υπάλληλος», καταθλιπτικός, με τάσεις αυτοκτονίας και «καταδιωκόμενος από φωνές που μόνον εκείνος μπορούσε να ακούσει».

Ο Τσιγκέϊε, ο οποίος δολοφόνησε τρεις ανθρώπους, είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει αρκετές φορές και όταν άκουγε αυτές τις «φωνές» μέσα στο μυαλό του, γινόταν αμέσως βίαιος προς τους άλλους. Ο ίδιος είχε νοσηλευτεί για κατάθλιψη αρκετές φορές στο Νοσοκομείο St. Elizabeth που ήταν, ως γνωστόν, ένα αγαπημένο στέκι για τους ψυχίατρους της CIA.

«Ακούω φωνές και από το διάστημα, που επαναλαμβάνουν λέξεις. Μπορώ να ακούσω ένα άτομο να μιλά από απόσταση για πράγματα τα οποία σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή», έγραφε ο Τσιγκέϊε σε μια επιστολή του το 1984.

Έπειτα από μια απόπειρα αυτοκτονίας εξομολογήθηκε: «Ήμουν θλιμμένος, διανοητικά και φυσικά αδύναμος, από τις φωνές που συνήθιζα ν’ ακούω κι από την αϋπνία». Αυτές τις «φωνές», που για εκείνον ήταν πέρα για πέρα πραγματικές, ο Τσιγκέϊε προσπάθησε αρκετές φορές να τις ηχογραφήσει λες και προέρχονταν «από τον αέρα».

Τι ήταν αυτές οι φωνές; Οι ψευδαισθήσεις ενός ψυχοπαθή ή μια τεχνική ηλεκτρομαγνητικού Mind Control, που μετέδιδε ηχητικά μηνύματα στο μυαλό του;


Αξιοπερίεργη η περίπτωση του Ρεξ Νάιλς (Rex Niles), ενός πωλητή ηλεκτρονικών από τη νότια Καλιφόρνια, που ήταν επίσης και πληροφοριοδότης των ομοσπονδιακών, με ευθύνη να παρακολουθεί όσους έκλειναν συμβόλαια με το αμερικανικό Πεντάγωνο.

Ο Νάιλς, ενώ προετοιμάζονταν να δώσει μια σημαντική κατάθεση στο δικαστήριο ενάντια στα πρώην κρατικά αφεντικά του, έπεσε θύμα μιας ύπουλης επίθεσης με MASER. Ο ίδιος παραπονέθηκε στην εφημερίδα Los Angeles Times για τις «φωνές», που τον κρατούσαν άγρυπνο κατά τη διάρκεια της νύκτας.

Ο Νάιλς ισχυρίστηκε πως ομοσπονδιακοί «αξιωματούχοι» τον ενοχλούσαν μονίμως με μικροκυματικά όπλα, στερώντας του έτσι την απαραίτητη ξεκούραση ώστε να εμφανιστεί στο δικαστήριο εξαντλημένος και έξαλλος. Η αδερφή του κατέθεσε επίσης πως ελικόπτερα πετούσαν συνεχώς πάνω από το σπίτι του και πως ένας μηχανικός ανίχνευσε μικροκύματα ισχύος 250 W στην ατμόσφαιρα γύρω από αυτό.

Το σενάριο αυτό υποστήριξε κι ένας παλιός φίλος του Νάιλς, ο οποίος επέμενε πως ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του τίθονταν «εκτός λειτουργίας» μόλις ο Νάιλς τον πλησίαζε! Τέλος ο Νάιλς φωτογραφήθηκε για την εφημερίδα τυλιγμένος μ’ ένα έλασμα αλουμινίου –διάτρητο με μικρές τρύπες– ώστε να αποδείξει πως η κυβέρνηση τον βομβάρδιζε με μικροκύματα σε μια προσπάθεια να τον σκοτώσει!

Στις 5 Μαΐου του 1991 ο Καρλ Κάμπελ (Carl Campbell), τον οποίο η μητέρα του περιέγραψε αργότερα ως ένα «εσωστρεφές άτομο» που καταδιώκονταν από «φωνές», πήγε στο πάρκιγκ του αμερικανικού Πενταγώνου και άδειασε εν ψυχρώ πέντε γεμιστήρες από το πιστόλι του πάνω στον Εντ Χίγκινς (Edward J. Higgins), αξιωματικό του Ναυτικού και ειδικό για τον έλεγχο των εξοπλισμών στο Υπουργείο Άμυνας (DoD) των ΗΠΑ. Η αστυνομία συνέλαβε αμέσως τον Κάμπελ, που καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση για φόνο εκ προμελέτης.

Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι ωστόσο, που ασχολήθηκαν με την περίπτωσή του, έστειλαν αναφορά στο δικαστή Κέρτις Σίβελ (Curtis Sewell) στην οποία ανέφεραν ότι ο Κάμπελ ισχυριζόταν πως η CIA είχε εγχύσει μέσα στον οργανισμό του ένα μικροτσίπ το οποίο, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, εγκαταστάθηκε στον εγκέφαλό του για να τον ελέγχει! Όπως ήταν αναμενόμενο κανείς δεν πίστεψε αυτή τη «φανταστική» ιστορία. Το ερώτημα όμως παραμένει.

Πως ο Κάμπελ, τον οποίο το δικαστήριο έκρινε πως ήταν ένας ψυχωτικός που έλεγε ασυναρτησίες, ήταν τόσο εξοικειωμένος και περιέγραψε με τόσες λεπτομέρειες τη μυστική διαδικασία της εμφύτευσης ενός βιοατρικού τηλεμετρικού μικροτσίπ; Μήπως ήταν κι αυτός ένα από τα πολλά θύματα των μυστικών πειραμάτων Mind Cοntrol της CIA, που είχαν μετατραπεί σε τηλεκατευθυνόμενους υπηρέτες και προγραμματισμένους «δολοφόνους μιας χρήσης;»


Το τηλεκατευθυνόμενο φωτομοντέλο Κάντι Τζόουνς

Η πιο γνωστή περίπτωση «προγραμματισμένου υπηρέτη» της CIA θεωρείται εκείνη της Κάντι Τζόουνς (Candy Jones), που είναι ευρύτερα γνωστή στους ερευνητές του Mind Control ως το «τηλεκατευθυνόμενο φωτομοντέλο». Ανάμεσα στα τόσα που έχουν γραφτεί για την περίπτωσή της ξεχωρίζει το βιβλίο The Control of Candy Jones (1976) του συγγραφέα Ντόναλντ Μπέην (Donald Bain).

Η Κάντι Τζόουνς γεννήθηκε το 1925 στο Ατλάντικ Σίτι του Νιού Τζέρσεϋ. Το αρχικό της όνομα ήταν Τζέσικα Ουίλκοξ, το οποίο και άλλαξε μεγαλώνοντας, όταν μεταμορφώθηκε σε μια εντυπωσιακής ομορφιάς πανύψηλη (1,93 μέτρα) ξανθιά κοπέλα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Κάντι Τζόουνς ήταν ένα από τα πιο διάσημα και καλοπληρωμένα φωτομοντέλα στην Αμερική. Το πρόσωπο της είχε φιγουράρει σε έντεκα εξώφυλλα περιοδικών μεγάλης κυκλοφορίας, ενώ φωτογραφίες της με μαγιό υπήρχαν σχεδόν παντού όπου βρισκόντουσαν αμερικανοί στρατιώτες, διεγείροντας τις ανεκπλήρωτες σεξουαλικές τους ορέξεις.

Στη διάρκεια μιας περιοδείας της σε αμερικανικές βάσεις του Ειρηνικού, το 1945, η Κάντι, αφού αρρώστησε σοβαρά και νοσηλεύτηκε, θεραπεύτηκε από κάποιον στρατιωτικό γιατρό, ο οποίος στο βιβλίο του Μπέην αναφέρεται με το ψευδώνυμο «Δρ. Γκίλμπερτ Τζένσεν» (Gilbert Jensen).

Αυτός θα αποτελέσει αργότερα έναν από τους συνδέσμους της με τον κόσμο του Mind Control της CIA.

Τον επόμενο χρόνο, η Κάντι παντρεύτηκε τον Χάρι Κόνοβερ και το 1947 αρχίζουν μαζί ένα πρακτορείο μόδας, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα πετυχημένο. Ο γάμος της όμως δεν ήταν εξίσου πετυχημένος. Ο Κόνοβερ αποδείχθηκε ομοφυλόφιλος, καταχράστηκε χρήματα και τελικά κατέληξε στη φυλακή. Η Κάντι, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει τρία αγόρια, πήρε διαζύγιο.

Το 1960 πέρασε από το γραφείο της ένας παλιός γνωστός της στρατιωτικός, ο οποίος της πρότεινε το FBI να χρησιμοποιεί το γραφείο της ως σημείο παράδοσης επιστολών. Η Κάντι δέχθηκε και προθυμοποιήθηκε να μεταφέρει ταχυδρομείο για λογαριασμό του FBI, όταν ταξίδευε για δουλειές. Θεωρούσε κάτι τέτοιο όχι μόνον επ’ αμοιβή εργασία αλλά και «πατριωτικό καθήκον».

Σε μια από τις αποστολές της στο Σαν Φραντσίσκο ξανασυνάντησε τον Γκίλμπερτ Τζένσεν. Αυτός της αποκάλυψε πως εργάζεται για λογαριασμό της CIA και της πρότεινε, με το αζημιώτο φυσικά, συνεργασία. Η Κάντι δέχθηκε και ο Τζένσεν, με τη βοήθεια του υπνωτισμού και κατάλληλων ψυχοφαρμάκων, κατάφερε να της «εμφυτεύσει» την προσωπικότητα της ανύπαρκτης «Αρλίν». Σύντομα η «Αρλίν» κυριάρχησε πάνω στην Κάντι, η οποία μετατράπηκε έτσι σε τέλειο πράκτορα, που πραγματοποίησε πολλές αποστολές στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό.

Η Κάντι-Αρλίν εκπαιδεύτηκε συστηματικά σε όλες τις τεχνικές της κατασκοπείας και της δολοφονίας και μετατράπηκε σε «φονικό όπλο» με αγγελικό πρόσωπο. Πλέον δεν ένιωθε φόβο, ούτε πόνο. Δεν «έσπαζε» ακόμη και στις πιο εξουθενωτικές ανακρίσεις και σε βασανιστήρια. Ήταν η ιδανική πράκτορας, αλλά έπρεπε να παραμείνει μυστική, δηλαδή η Κάντι να μην γνωρίζει πως είναι η Αρλίν. Αυτό όμως δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ.

Το 1973 η 47χρονη πλέον Κάντι Τζόουνς παντρεύτηκε τον Τζον Νέμπελ (John Nebel), έναν 61χρονο δημοφιλή ραδιοφωνικό παρουσιαστή, ειδικευμένο στις ιστορίες για UFO και άλλα παράξενα φαινόμενα. Ο Νέμπελ γνώριζε την Κάντι μόνο 28 μέρες πριν αποφασίσει να την παντρευτεί. Σύντομα παρατήρησε τη μεταμόρφωση της σε άλλο άτομο, πιο ψυχρό και σκληρό, ακόμη και με διαφορετική φωνή! Είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας διπλής προσωπικότητας. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε από την ίδια πως είχε παλιότερα εργαστεί για λογαριασμό του FBI, ο Νέμπελ άρχισε να υποψιάζεται πως κάτι σοβαρό συνέβαινε.

Ο Νέμπελ, που ήταν και ερασιτέχνης υπνωτιστής, θέλησε να την υπνωτίσει για να μάθει περισσότερα. Ξετυλίχθηκε έτσι μια από τις πιο παράξενες ιστορίες στα χρονικά των μυστικών υπηρεσιών. Το πιο δύσκολο πρόβλημα για την αποκάλυψη της όλης ιστορίας ήταν τα «ψυχολογικά κλειδιά» που έξυπνα είχε τοποθετήσει ο Τζένσεν στο μυαλό της Κάντι. Για να τα ξεκλειδώσει ο Νέμπελ υποδύονταν τον Τζένσεν, καθώς υπέβαλε ερωτήσεις στην υπνωτισμένη Κάντι. Κάποιες φορές τα κατάφερνε και κάποιες όχι. Οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν ήταν συγκλονιστικές.

Κατά τη διάρκεια μάλιστα μιας ύπνωσης της η Κάντι αποκάλυψε στο Νέμπελ πως είχε «προγραμματιστεί» να αυτοκτονήσει στο νησί Νασάου των Μπαχάμες στις 31 Δεκεμβρίου του 1972, επειδή οι υπηρεσίες της στη CIA είχαν τελειώσει. Ωστόσο ο γάμος της με τον Νέμπελ ήταν εκείνος που της έσωσε τη ζωή. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Ντόναλντ Μπέην η Κάντι πολιορκούνταν ακόμη από το alter-ego της, την Αρλίν, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου του.

Η περίπτωση της Κάντι Τζόουνς, που τελικά πέθανε το 1989, είναι αναμφίβολα η γνωστότερη, αλλά όχι και η μοναδική, ανάμεσα στα θύματα του Mind Control. Η CIA πάντως υποστηρίζει πως ουδέποτε συνεργάστηκε με την Κάντι Τζόουνς και πως όλα αυτά είναι αποκυήματα μιας ψυχικά διαταραγμένης προσωπικότητας. Πολλοί ερευνητές και συνωμοσιολόγοι έχουν μελετήσει και δεκάδες άλλες περιπτώσεις ανθρώπων, που υποστηρίζουν πως υπήρξαν θύματα Mind Control.

Κάποιοι από αυτούς τους ισχυρισμούς ήταν αποτελέσματα παράνοιας, χρήσης ψυχοφαρμάκων ή απλά αποκυήματα φαντασίας. Κάποιοι ωστόσο σχετίζονται με πραγματικά γεγονότα και αποτελούν την «κορυφή του παγόβουνου» για ανάλογες περιπτώσεις Mind Control, που πραγματοποίησε η CIA σε εκατοντάδες ανύποπτους πολίτες.

Σεξουαλικοί σκλάβοι της CIA


Η Κέιτ Ομπράιαν ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα, με τραυματική ωστόσο παιδική ηλικία. Ο πατέρας της, που ήταν πράκτορας της CIA, τη βίασε σε τρυφερή ηλικία και στη συνέχεια την παρέδωσε στην υπηρεσία του για να πειραματιστούν πάνω της. Έτσι, όταν ήταν επτά χρονών βρέθηκε στα μυστικά εργαστήρια της CIA για «εκπαίδευση».

Το πρώτο πράγμα που της έκαναν ήταν να της τοποθετήσουν με ύπνωση ψεύτικες μνήμες, όπως π.χ. ότι ο πατέρας της ήταν «ήρωας πολέμου». Όλοι ήταν πολύ ευγενικοί μαζί της, αλλά δεν της επέτρεπαν να έχει επαφή με τον έξω κόσμο. Όταν μεγάλωσε και μεταμορφώθηκε σε όμορφη κοπέλα, την έστελναν στο Λευκό Οίκο και, όταν επέστρεφε από εκεί, κοιμόταν και το πρωί δε θυμόταν τίποτε από το προηγούμενο βράδυ. Την περίοδο μάλιστα της προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν τακτική επισκέπτης του Προεδρικού Μεγάρου.

Μόλις έφτανε στο Λευκό Οίκο κατευθυνόταν σε μια πόρτα που έγραφε «Service Entrance» (Είσοδος προσωπικού), που για την οποία μεταφραζόταν σε «Serve us in Trance» (Υπηρέτησέ μας σε Έκσταση!) Για ανεξήγητους λόγους έπεφτε τότε και η ίδια σε μια κατάσταση έκστασης, δεν έλεγε όχι σε τίποτε κι έκανε ό,τι της ζητούσαν: «Αν μου ζητούσαν να πέσω από το παράθυρο θα έπεφτα!» Στις επισκέψεις της αυτές συνοδευόταν πάντα από τον «προγραμματιστή» της.

Αρκετά χρόνια μετά τη «συνταξιοδότησή» της η Κέιτ έπεσε στα χέρια ενός ανοιχτόμυαλου ψυχίατρου, ο οποίος με τη μέθοδο της ύπνωσης την έκανε να θυμηθεί τα πραγματικά γεγονότα. Δεν ήταν φυσικά καθόλου εύκολο να αποδεχθεί τη νέα της μνήμη. Άρχισε τότε να θυμάται τα περίφημα «κοκτέιλ- πάρτι» στο Λευκό Οίκο και τις σεξουαλικές υπηρεσίες που η ίδια προσέφερε.

Η Κέιτ Ομπράιαν αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση του μυστικού προγράμματος ΜΟΝARCH, μέσω του οποίου η CIA και το Πεντάγωνο κατασκεύαζε άβουλους υπηρέτες και αφού τους χρησιμοποιούσε στη συνέχεια διέγραφε τη μνήμη τους! Έτσι έχουμε και τα λεγόμενα Σύνδρομα Λανθασμένης Μνήμης (False Memory Syndrome), τα οποία είναι συνηθισμένο φαινόμενο ανάμεσα στα θύματα του Mind Control.

Προγραμματισμένοι «Δολοφόνοι μιας χρήσης» Οι περιπτώσεις JFK και RFK

Το 1997 ο Αμερικανός σκηνοθέτης Richard Donner γύρισε τη γνωστή κινηματογραφική ταινία Conspiracy Theories (Θεωρίες Συνωμοσίας), στην οποία ο Μελ Γκίμπσον υποδύονταν το ρόλο ενός συνωμοσιοπαρανοϊκού ταξιτζή-θύματος τεχνικών «πλύσης εγκεφάλου», που στόχευαν να τον καταστήσουν ψυχο-προγραμματισμένο «δολοφόνο μιας χρήσης». Σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας ο Μελ Γκίμπσον είχε «προγραμματιστεί» για να δολοφονήσει έναν δικαστή, αλλά τελικά ερωτεύτηκε την κόρη του, μια υπάλληλο του υπουργείου Δικαιοσύνης, το ρόλο της οποίας έπαιζε η πανέμορφη Τζούλια Ρόμπερτς.

Η ταινία αυτή, που ήταν μια λεπτομερής κατάδυση στο σύμπαν της συνωμοσιοπαράνοιας (Conspiranoia), συνόψιζε σχεδόν όλες τις γνωστές θεωρίες συνωμοσίας γύρω από το Mind Control. Το θέμα της ωστόσο ήταν η κατασκευή «δολοφόνου μιας χρήσης» από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Αφού εκτελούσε την αποστολή του ο «δολοφόνος μιας χρήσης» εξολοθρευόταν από κάποιον άλλο, επίσης «δολοφόνο μιας χρήσης», έτσι ώστε να συγκαλυφθούν τα ίχνη της συνωμοσίας που έφταναν μέχρι τη CIA.

Σύμφωνα με ορισμένους Αμερικανούς συνωμοσιολόγους η δολοφονία του Προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι (JFK), που έγινε στις 22 Νοεμβρίου του 1963, ήταν μια ακόμη επιμελώς συγκεκαλυμμένη επιχείρηση της CIA, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε «δολοφόνος μιας χρήσης». Ο δολοφόνος του JFK, Λη Χάρβεη Όσβαλντ (Lee Harvey Oswald) αποδείχτηκε ότι δεν είχε συνείδηση της εγκληματικής του πράξης. Τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο δικαστήριο απέδειξαν ότι ο Όσβαλντ, ναι μεν είχε τραβήξει τη σκανδάλη, αλλά δεν το θυμόταν!

Όταν φυσικά άρχισε να θυμάται και κινδύνευε έτσι να αποκαλυφθεί η ανάμειξη της CIA στην υπόθεση, έξω από το αστυνομικό τμήμα όπου κρατούνταν, τον περίμενε ο Τζακ Ρούμπι, ο οποίος και τον σκότωσε εν ψυχρώ. Ενδιαφέρον είναι ότι ο Τζακ Ρούμπι δεν μπόρεσε να εξηγήσει τους λόγους της πράξης του. Στο τέλος ωστόσο ισχυρίστηκε ότι το έκανε για να εκδικηθεί το θάνατο του Προέδρου. Ο ερευνητής της υπόθεσης, που μίλησε μαζί του, είχε την εντύπωση ότι ο Ρούμπι είχε πολλά διανοητικά κενά, συχνό φαινόμενο σε θύματα που έχουν υποστεί «πλύση εγκεφάλου». Ήταν άραγε κι αυτός ένας προγραμματισμένος από τη CIA «ρομπότ-δολοφόνος;»

Το 1967 ένα underground συνωμοσιολογικό βιβλίο με τίτλο Were We Controlled? γραμμένο από έναν συγγραφέα που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Λίνκολ Λόουρενς (Lincoln Lawrence), υποστήριζε πως τόσο ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ, όσο και ο δολοφόνος του Τζακ Ρούμπι υπήρξαν κατά κάποιο τρόπο θύματα Mind Control. Το συμπέρασμα ήταν ότι και οι δυό τους ήταν υπνωτικο-προγραμματισμένοι «δολοφόνοι μιας χρήσεως».

Ο συγγραφέας άντλησε σημαντικές πληροφορίες από την μητέρα του Λι Χάρβεϊ, Μαργαρίτα Όσβαλντ. Είναι γεγονός ότι τον Ιούνιο του 1960 η Μαργαρίτα Όσβαλντ εμφανίστηκε στην Ουάσιγκτον στα γραφεία του FBI υποστηρίζοντας πως η συμπεριφορά του γιου της είχε γίνει αλλοπρόσαλλη και πως η ίδια υποψιάζονταν ότι ο Λι είχε απαχθεί στο δρόμο για την Ευρώπη και πως κάποιος απατεώνας χρησιμοποιούσε τα στοιχεία του.

Μάλιστα ο ίδιος ο Έντγκαρ Χούβερ ενδιαφέρθηκε για την περίπτωση του σε ένα μνημόνιο που κατέθεσε ρωτώντας για τα έγγραφα του Όσβαλντ: «Υπάρχει μια πιθανότητα ένας απατεώνας να χρησιμοποίησε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Όσβαλντ».

Ο Λίνκολ Λόουρενς έγραψε στο βιβλίο του Were We Controlled? πως ο Όσβαλντ είχε προγραμματιστεί για να δολοφονήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ, επειδή αποτελούσε τμήμα ενός πειράματος μιας μυστικής ομάδος που χρησιμοποιούσε έναν συνδυασμό Ραδιο-Υπνωτικού Ενδοεγκεφαλικού Ελέγχου και Ηλεκτρονικής Διάλυσης της Μνήμης (RHIC-EDOM). Η μυστηριώδης ζωή και η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Όσβαλντ συγκλίνουν προς αυτή τη θεωρία.

Ο Λόουρενς υποστήριξε πως όταν ο Όσβαλντ βρίσκονταν σε καταστολή στο νοσοκομείο του Μίνσκ στη Σοβιετική Ένωση, του εμφυτεύτηκε ένας μικροπομπός που μπορούσε να του δημιουργεί υπνωτικές καταστάσεις.

Η αλήθεια είναι πως ο Όσβαλντ όντως νοσηλεύτηκε για μια περίοδο σε ένα σοβιετικό νοσοκομείου για να θεραπευτεί από μια λοίμωξη του ακουστικού συστήματος. Και είναι γεγονός πως ο αδελφός και η μητέρα του παρατήρησαν σε αυτόν μεγάλες αλλαγές στη συμπεριφορά του, μόλις επέστρεψε από τη Ρωσία.

Ο διευθυντής της CIA ΜακΚόνε (McCone) έγραψε ένα μνημόνιο το 1964 στο οποίο ανέφερε πως ο Όσβαλντ ήταν πιθανότατα «χημικά ή ηλεκτρονικά ελεγχόμενος, ένας «εν υπνώσει πράκτορας».

Ξόδεψε 11 ημέρες νοσηλευόμενος για μια απλή αδιαθεσία για την οποία, στην καλύτερη περίπτωση, δεν θα χρειάζονταν περισσότερο από τρεις ημέρες νοσηλείας».

Ενδιαφέρον έχει επίσης πως ο τότε διευθυντής της CIA Ρίτσαρντ Χελμς είχε αναφέρει στην Επιτροπή Γουόρεν (Waren Commission) , η οποία ερευνούσε τη δολοφονία του JFK, τα εξής σχετικά με τη χρήση της Κυβερνητικής στους ανθρώπους:

«Η Κυβερνητική μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διαμόρφωση του παιδικού χαρακτήρα και στην έγχυση πληροφοριών στο ανθρώπινο μυαλό. Πρόκειται για μια απίστευτα αποτελεσματική μέθοδο για την κατασκευή κοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε όλες τις λειτουργίες, τις οποίες αποκαλούμε «διαδικασίες ελέγχου της ανάπτυξης κι εξέλιξης» του ατόμου».

Παρόμοια περίπτωση με τη δολοφονία του JFK ήταν και η δολοφονία του αδελφού του Ρόμπερτ Κένεντι (RFK), που έγινε στις 5 Ιουνίου 1968 στο Ambassador Hotel του Λος Άντζελες. Ο Ρόμπερτ Κένεντι, ήταν πιο δημοκρατικός από τον αδελφό του και ήταν ανερχόμενο αστέρι της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, που φλέρταρε με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας τον προεδρικό θώκο. Θα γινόταν αναμφίβολα ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, αν δεν είχε δολοφονηθεί.

Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτής της πολιτικής δολοφονίας ο Σιρχάν Σιρχάν (Sirhan Sirhan), δολοφόνος του Ρ. Κένεντι, είχε «βλέμμα απλανές, χωρίς συναισθήματα, ήταν σαν υπνωτισμένος και σχεδόν παγωμένος».

Η Μαίρη Γκρος (Mary Grohs), μια εργαζόμενη στη Western Union που συνάντησε τον Σιρχάν μόλις μια ώρα προτού πυροβολήσει τον RFK, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα μάτια του».

Κι άλλοι μάρτυρες επισήμαναν τα ξεχωριστά μάτια του δράστη: «Σκοτεινά καστανά και ήρεμα», τα περιέγραψε ο Τζορτζ Πλίμπτον (George Plimpton). Κοντολογίς, ο Σιρχάν Σιρχάν έμοιαζε μ’ έναν υπνωτισμένο άνθρωπο, που κάποιος τον «τηλεκατεύθυνε». Οι ενδείξεις, που συνηγορούν γι’ αυτό είναι πολλές.

Το 1967 ο Σιρχάν εξαφανίστηκε από το σπίτι του για τρεις ολόκληρους μήνες χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Η μητέρα του ανησύχησε πολύ γιατί δεν είχε ιδέα για το μέρος που πιθανόν βρισκόταν ο γιος της. Όταν επέστρεψε ο Σιρχάν εκδήλωσε ένα περίεργο πάθος για τον αποκρυφισμό. Τότε άρχισε να κάνει παρέα με τον Γουόλτερ Τόμας Ρέιθκι (W. T. Rathke), που είχε παρόμοιο πάθός και εμφορούνταν από ακροδεξιές ιδέες.

Αυτός εκπαίδευσε τον Σιρχάν στην αυτό-ύπνωση με καθρέπτες και κεριά. Σύμφωνα με τον Τσαρλς Μακ Κουίστον (Charles Mc Quiston), έναν πρώην αξιωματούχο της στρατιωτικής κατασκοπίας, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας κατάστασης αυτό-ύπνωσης, ο Σιρχάν «προγραμματίστηκε» μέσω ψυχικής καθοδήγησης για να αδειάσει το ρεβόλβερ του στον Κένεντι, πυροβολώντας του συνολικά δώδεκα φορές!

Ο κόσμος στις ΗΠΑ θυμάται συνήθως τη δίκη του Σιρχάν ως το «ψυχιατρικό λάθος» του αιώνα. Ως γνωστόν ο κατηγορούμενος χαρακτηρίστηκε «παρανοϊκός» και κλείστηκε σε ψυχιατρική φυλακή. Ο ψυχολόγος όμως της καλιφορνέζικης φυλακής, όπου ο Σιρχάν εξέτισε την ποινή του, Έντουαρντ Σίμσον Κάλας (Edward Simson Kallas) ανέφερε στις 9 Μαρτίου 1973 ότι ξαφνιάστηκε με τη διανοητική του κατάσταση του κρατούμενου, που έμοιαζε σαν να είχε «αυτοθεραπευτεί».

Ο Σίμσον Κάλας δεν άργησε να βγάλει το συμπέρασμα ότι οι ψυχιατρικές διαγνώσεις, που κατατέθηκαν στο δικαστήριο, έρχονταν σε αντίθεση με τις καταθέσεις των κυρίων μαρτύρων της υπόθεσης. Πουθενά δεν αποδεικνυόταν επιστημονικά πως ο Σιρχάν ήταν παρανοϊκός, όπως υποστήριξαν κάποιοι ψυχίατροι της κυβέρνησης.

Ο Σίμσον Κάλας εξέτασε τον ασθενή-κρατούμενο με τη βοήθεια της ύπνωσης. Ο κανόνας είναι πως οι παρανοϊκοί σχιζοφρενείς είναι αδύνατον να υπνωτιστούν, επειδή δεν μπορούν να συγκεντρωθούν, δεν ακολουθούν τις οδηγίες και δεν εμπιστεύονται τους ψυχιάτρους. Ο Σιρχάν αντίθετα έπεσε εύκολα σε κατάσταση ύπνωσης.

«Ο Σιρχάν ήταν εύκολο να υπνωτιστεί, αποδεικνύοντας έτσι ότι δεν είχε παρανοϊκή σχιζοφρένεια», συμπέρανε ο ψυχολόγος, που τον εξέτασε. Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης ο Σιρχάν έλεγε συνεχώς: «PRACTICE, PRACTICE, PRACTICE» Κι όταν ο δρ. Ντάιμοντ (Dr. Diamond) τον ρώτησε τι εννοούσε, εκείνος απάντησε επίμονα: «MIND CONTROL, MIND CONTROL, MIND CONTROL, MIND CONTROL» Ο Σιρχάν ήταν διανοητικά υγιής, απλά όμως φαίνεται πως ήταν ένας ακόμη ελεγχόμενος «άνθρωπος-ρομπότ» που κατασκεύασε η CIA εκμηδενίζοντας τη μνήμη του με ακτινοβολίες (Electronic Dissolution of Memory ή EDOM, μια τεχνική Mind Control αγαπητή στη CIA) και καθιστώντας τον ανίκανο να θυμηθεί τη δολοφονία που διέπραξε ως αποτέλεσμα μεταϋπνωτικής υποβολής!..

«Μόλις σκότωσα τον Τζον Λένον».

Παρόμοια περίπτωση φαίνεται πως ήταν και ο νεαρός Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν (Mark David Chapman), ο οποίος στις 8 Δεκεμβρίου του 1980 συνάντησε και σκότωσε τον Τζον Λένον, τον πιο διάσημο τραγουδιστή και στιχουργό των Beatles. Μετά τη δολοφονία του πιο διάσημου «σκαθαριού» ο Τσάπμαν, αδιαφορώντας για τον πανικό γύρω του, πήγε σε μια καφετέρια και άρχισε να διαβάζει ατάραχος το βιβλίο που κουβαλούσε μαζί του (το The Catcher in the Rye του J. D. Salinger). Όταν ο αστυνομικός, που τον συνέλαβε, τον ρώτησε οργισμένος: «Ξέρεις τι έκανες;», εκείνος απάντησε με μια απόκοσμη αταραξία στη φωνή του: «Μόλις σκότωσα τον Τζον Λένον».

Χρόνια αργότερα ο φυλακισμένος πλέον Τσάπμαν, που πίστευε πως ο Θεός του μιλούσε με παράξενη φωνή μέσα στο κελί του, εκμυστηρεύτηκε σ’ έναν δημοσιογράφο του BBC:

«Άκουσα μια φωνή στο κεφάλι μου να λέει: «Κάνε το, Κάνε το, Κάνε το!» Ξανά και ξανά. Δεν θυμάμαι πως σημάδεψα. Πρέπει να το έκανα, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς τι έκανα. Απλά τράβηξα τη σκανδάλη πέντε φορές. Δεν υπήρχε αίσθημα, ούτε θυμός, απλά μια νεκρή σιωπή στον εγκέφαλο».

Σύμφωνα με τον ντετέκτιβ Άρθουρ Ό Κόνορ ο Τσάπμαν «ήταν σαν υπνωτισμένος». Μήπως τελικά κι ο Τσάπμαν ήταν θύμα «πλύσης εγκεφάλου», θύμα του Mind Control κι ένας ακόμη προγραμματισμένος «δολοφόνος μια χρήσης » . Ο Τσάπμαν, που καταγόταν από την Τζώρτζια, ήταν ένας Εβραίος που όμως προσχώρησε μόνος του στον χριστιανισμό. Ήταν βαθιά θρησκευόμενος, ήσυχος και μη βίαιος άνθρωπος.

Παντρεύτηκε το 1979, στη Χαβάη, αλλά λίγο αργότερα χώρισε. Τότε ήταν που άρχισε να διακατέχεται από εμμονές, διάβαζε παθιασμένα το The Catcher in the Rye και ταυτίστηκε με τον ήρωα του βιβλίου, τον Χόλντεν Κάουλφιλντ (Holden Caulfield). Όταν βρισκόταν ακόμη στη Χονολουλού ο Τσάπμαν φαίνεται πως προμηθεύτηκε το όπλο με το οποίο θα σκότωνε τον Λένον. Η απόφαση μέσα του είχε ληφθεί, απλά χρειαζόταν κάποιον ή κάτι για να την «ενεργοποιήσει».

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Φέντον Μπρέσλερ (Fenton Bresler):

«Ο Τσάπμαν είναι θύμα, όπως και ο ίδιος ο Λένον, εκείνων που ήθελαν να σκοτώσουν τον Λένον». Γιατί όμως η CIA να θέλει το θάνατο του Λένον; Η αλήθεια είναι πως ο Λένον ήταν ενοχλητικός και μιλούσε πολύ στους δημοσιογράφους.

Κάποτε είχε δηλώσει δημοσίως: «Θα πρέπει να μην ξεχνάμε να ευχαριστήσουμε τη CIA και το Στρατό για το LSD. Αυτοί ανακάλυψαν το LSD για να ελέγχουν το λαό, αλλά αυτό που έγινε ήταν να μας δώσει ελευθερία». Ο Λένον ήταν επικίνδυνος, γιατί ήταν πολύ δημοφιλής στη νεολαία και μιλούσε πολύ για τα ναρκωτικά, για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και για τον ύπουλο ρόλο των μυστικών υπηρεσιών. Γι’ αυτό και βρισκόταν στο στόχαστρό τους. Για πρώτη φορά ο Λένον προσέλκυσε την προσοχή του FBI τον Ιανουάριο του 1969, όταν ένας ειδικός πράκτορας ανέφερε στον Έντγκαρ Χούβερ (Edgar Hoover), ότι το διάσημο «σκαθάρι» συμμετείχε σε μια αντιπολεμική διαδήλωση στο New Heaven του Κονέκτικατ.

Η διαδήλωση αυτή συνέπεσε με την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ του Λένον με τίτλο Two Virgins, στο εξώφυλλο του οποίου αυτός και η Γιόκο Όνο ποζάριζαν γυμνοί! Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Λένον συμμετείχε σε πολλές διαδηλώσεις και πολιτικές δραστηριότητες, οι οποίες στρέφονταν κυρίως κατά της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης στο Βιετνάμ. Έτσι, ο φάκελος που διατηρούσε το FBI για τον Λένον «πάχυνε» με την πάροδο των ετών και έφθασε στις 288 σελίδες.

Το 1972 ανέλαβε δράση εναντίον του και η CIA, με παρακολούθηση τηλεφώνων και άλλες παρενοχλήσεις από μυστικούς πράκτορες. Την ίδια εποχή υπήρξε και η σκέψη της απέλασης του ενοχλητικού Λένον από τις ΗΠΑ, ως γνωστόν, ο τραγουδιστής, ήταν Βρετανός υπήκοος και διέμενε τα τελευταία χρόνια στη Νέα Υόρκη.

Ο Λένον ήξερε λοιπόν ότι κινδύνευε, όπως άλλωστε και πολλά άλλα ροκ ινδάλματα της εποχής του, που τελικά «εξουδετερώθηκαν» με τη βοήθεια της ηρωίνης. Γι’ αυτό και είχε δηλώσει σχετικά στο δημοσιογράφο Πολ Κράσνερ (Paul Krassner): «Άκου, αν οτιδήποτε συμβεί στη Γιόκο ή σε μένα, δεν θα είναι ατύχημα».

Λίγους μήνες μετά το φόνο που διέπραξε, ο Τσάπμαν δήλωσε πως «σκότωσα τον Λένον για να κερδίσω την προσοχή και να προωθήσω αυτό το βιβλίο». Ωστόσο ο Τσάπμαν δεν ήταν φανατικός αναγνώστης του J. D. Salinger και δεν είχε εκφράσει ποτέ τον ενθουσιασμό του για το συγκεκριμένο βιβλίο μέχρι την ημέρα του φόνου.

Γι’ αυτό και ο Φέντον Μπρέσλερ υποστήριξε τη θεωρία πως το βιβλίο αυτό ήταν απλώς μια «διανοητική σκανδάλη», ένας «κώδικας ενεργοποίησης» του ψυχο-προγραμματισμένου Τσάπμαν, ώστε να σκοτώσει τον Λένον.

Και μια τελευταία ανατριχιαστική λεπτομέρεια:

Τόσο ο Τσάπμαν, όσο κι Σιρχάν Σιρχάν, πριν διαπράξουν τις δολοφονίες τους, παρακολουθούνταν από τον ίδιο ψυχολόγο!

Μακάβρια σύμπτωση ή απλώς και οι δύο αποτελούσαν μέλη της ίδιας γενιάς ψυχο-προγραμματισμένων «δολοφόνων μιας χρήσης», που κατασκεύασε η CIA με τεχνικές Mind Control;@Γιώργος Στάμκος, MIND CONTROL: O ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΝΟΥ, εκδόσεις ΆΓΝΩΣΤΟ, 2005

ΒΙΒΛΙΑ «MIND CONTROL & ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ» MIND CONTROL Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΝΟΥ


Το βιβλίο MIND CONTROL: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ ΝΟΥ αποκαλύπτει τη μάχη για το μυαλό μας, τον θρησκευτικό προσηλυτισμό, τη Ναζιστική προπαγάνδα, το LSD και τα Ψυχεδελικά Μυστικά της CIA, την Πλύση Εγκεφάλου και το απόρρητο πρόγραμμα MKULTRA, το δωμάτιο της φρίκης: του Δρ. Κάμερον, τους τηλεκατευθυνόμενους υπηρέτες και «Δολοφόνους μιας χρήσης», τα ηλεκτροσόκ και τα ηλεκτρόδια στον εγκέφαλο, τα πειράματα ηλεκτρομαγνητικού νοητικού ελέγχου σε ανθρώπους, το MIND CONTROL και οι αιρέσεις, τα εγκεφαλικά εμφυτεύματα, τα υποδόρια μικροτσίπ και η νευρομηχανική, το MIND CONTROL στην Ελλάδα, την Ψυχοδικτατορία κ.α.

Σημείωση: Ο συγγραφέας ΔΕΝ εκφράζει τις ευχαριστίες του στη CIA, ούτε και σε καμιά άλλη μυστική υπηρεσία (συμπεριλαμβανομένης και της ΕΥΠ), επειδή δεν συνεισέφεραν το παραμικρό στις έρευνες του. Αντίθετα εκφράζει τις ευχαριστίες του σε όλους τους ανεξάρτητους ερευνητές το έργο των οποίων αποτέλεσε πηγή πληροφοριών και έμπνευσης για την ολοκλήρωση του παρόντος βιβλίου.

Post a Comment

Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!

"Πολλά είναι αυτά που λέγονται και δεν γίνονται, πολλά είναι επίσης αυτά που γίνονται και δεν λέγονται"