«Στο τέλος θα θυμόμαστε, όχι τα λόγια των εχθρών μας, αλλά, την σιωπή των φίλων μας»
«Το ποιο επικίνδυνο από όλα τα ηθικά διλήμματα είναι όταν, είμαστε υποχρεωμένοι να κρύβουμε την αλήθεια για να βοηθήσουμε την αλήθεια να νικήσει»

Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 100 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη στη ζωή. 

Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού. Απ’ τα χείλη και την ψυχή των λίγων πλέον επιζώντων βγαίνει αβίαστα ένα σύνθημα: «όχι άλλη βία κι όχι άλλη αγριότητα στον πλανήτη».

Κομμένο Άρτας, 16 Αυγούστου 1943 Η σφαγή του Κομμένου Άρτας είναι μια από τις τραγικότερες στιγμές στην ιστορία της Ηπείρου. Τι ακριβώς έγινε; Ένα γερμανικό τζιπ με δύο στρατιώτες του τάγματος Φιλιππιάδας διενεργούσε περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Κάποια στιγμή το τζίπ ανατράπηκε από λακκούβα και προσέτρεξαν σε βοήθεια κάτοικοι του χωριού Κομμένου. Οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι μέσα σε χωράφι είδαν ένα ένοπλο αντάρτη και τρόμαξαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος. Το τζιπ επαναφέρθηκε στην κανονική θέση και οι στρατιώτες ελαφρά τραυματισμένοι επέστρεψαν στη Φιλιππιάδα όπου έδωσαν αναφορά. 

Ο επικεφαλής ταγματάρχης Falner της μονάδας Φιλιππιάδας Πρέβεζας επικοινώνησε με το Στρατηγείο στα Ιωάννινα (στρατηγός Hubert Lanz) και έλαβε την ανατριχιαστική εντολή «να εξαφανίσει το χωριό από το χάρτη» σύμφωνα με εντολές του Χίτλερ. Κατά πληροφορίες ο Falner αργότερα συνελήφθη από παρτιζάνους του Τίτο στη Σερβία και εκτελέστηκε. Την εντολή της σφαγής εκτέλεσε η μονάδα της Φιλιππιάδας με επικεφαλής τον υπολοχαγό Koviack. Όμως, υπάρχει και άλλη άποψη. Σε επικοινωνία μέσω e-mail του Χαράλαμπου Γκούβα με τον συγγραφέα Herman Frank Mayer (τέκνο Ναζιστή αξιωματικού πού εκτελέστηκε από Έλληνες αντάρτες), ο κύριος Meyer ισχυρίζεται ότι το βιβλίο του αυτόπτη μάρτυρα Στέφανου Παππά, έχει κάποιες ανακρίβειες. 

Κατά τον κύριο Meyer, ο Hubert Lanz δεν είναι ο εντολέας της «ισοπέδωσης» του Κομμένου, διότι αφίχθη στην Ήπειρο στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 ενώ η σφαγή έγινε στις 16 Αυγούστου 1943. («He arrived in Epirus only September 9, 1943»).

Η Φρίκη

Ετσι, η μηχανοκίνητη μονάδα ναζιστικών στρατευμάτων από τη Φιλιππιάδα, με την εντολή της Διοίκησης Ιωαννίνων, εισέβαλε στο χωριό Κομμένο της Άρτας τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943, με το πρόσχημα των αντιποίνων για την ύπαρξη ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ στην περιοχή. Το χωριό κοιμόταν ήσυχο μετά από γαμήλια γιορτή πού είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα. Στο χωριό υπήρχαν και ορισμένοι φιλοξενούμενοι από την Πρέβεζα. Τα ναζιστικά στρατεύματα προέβησαν σε μια άνευ προηγουμένου σφαγή του άμαχου πληθυσμού. Έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν. Λίγοι ξέφυγαν με βάρκες στον Αμβρακικό Κόλπο. Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε 7 πτώματα!!!.Συνολικά οι νεκροί της σφαγής ήταν 317 άτομα. Διασώθηκαν 440 άτομα. Η σφαγή του Κομμένου Άρτας είναι ισοδύναμη με αυτή των Καλαβρύτων και του Διστόμου.

Ποια ήταν η συνέχεια;

Ο επικεφαλής των δολοφόνων ταγματάρχης Falner εκτελέστηκε αργότερα στη Σερβία από παρτιζάνους αντάρτες του στρατάρχη Τίτο. Για τον υπολοχαγό Koviack δεν είναι διαθέσιμες πληροφορίες. Ο επικεφαλής Μέραρχος των Ναζί στα Ιωάννινα Ηubert Lanz, παραπέμφθηκε και δικάσθηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης ως εγκληματίας πολέμου, αλλά η ποινή του ήταν ασήμαντη και γρήγορα αποφυλακίσθηκε. Ο Hubert Lanz τη δεκαετία του 1970 έλαβε μέρος σε τηλεοπτική συζήτηση με τον γνωστό Βρετανό Κρίς Γούντχάουζ στην τηλεόραση της Κολωνίας (Köln) σχετικά με το … μέλλον της Ευρώπης. Πολιτική αγωγή και μάρτυρας κατηγορίας στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης ήταν ο Στέφανος Παππάς, με δικηγόρο καθηγητή Πανεπιστημίου εκπρόσωπο του Ελληνικού Κράτους. Ο αείμνηστος Στέφανος Παππάς, μετέπειτα γυμνασιάρχης, από το Κομμένο, νεαρός τότε επέζησε της σφαγής και έγραψε βιβλίο με πλήρη περιγραφή των γεγονότων. 

Ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από το βιβλίο του είναι το εξής:

«Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Αλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα. Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παππάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης…».

Σήμερα

Το έτος 2003, Γερμανοί ακτιβιστές παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων άπλωσαν πανό μέσα στο Μουσείο Περγάμου που βρίσκεται στο τέως Ανατολικό Βερολίνο με το σύνθημα «Καλάβρυτα- Δίστομο – Κομμένο. Να αναγνωρισθεί η σφαγή και να δοθούν αποζημιώσεις», στα Γερμανικά και Ελληνικά. Τελικά στις 30 Απριλίου 2004 ανακοινώθηκε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ότι ο εισαγγελέας του Μονάχου άνοιξε το φάκελο της σφαγής του Κομμένου, και ο Πρόεδρος του Κομμένου κ. Γεώργιος Παππάς δήλωσε ότι επιτέλους ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω διεκδικήσεις.

Το 1943 εντείνεται ο απελευθερωτικός αγώνας και η αντίσταση του ελληνικού λαού εναντίον των γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων κατοχής.

Το Γερμανικό μέτωπο αρχίζει να καταρρέει. Οι Γερμανοί θέτουν σε εφαρμογή τη χιτλερική αρχή της «αλληλέγγυας ευθύνης» και διαπράττουν φρικιαστικά εγκλήματα σε βάρος αμάχων κυρίως πληθυσμών της πατρίδας μας, με στόχο να κάμψουν το αγωνιστικό και αντιστασιακό φρόνημα τους.

Στα τρομοκρατικά τους σχέδια εντάσσονται οι μαζικές εκτελέσεις, το κάψιμο πόλεων και χωριών, οι συλλήψεις, το ξεκλήρισμα των κατοίκων ολόκληρων περιοχών.

Θύμα αυτής της θηριωδίας υπήρξε και το δικό μας χωριό, για το οποίο οι φασίστες κατακτητές είχαν την πληροφορία ότι αποτελεί κέντρο δράσης αντιστασιακών οργανώσεων.

Τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943 μια φάλαγγα με 22 αυτοκίνητα σταθμεύει μπροστά στο χωριό μας και 400 Γερμανοί στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων, οπλισμένοι με όλμους, πολυβόλα, χειροβομβίδες και αυτόματα, το περικυκλώνουν.

Οι χωριανοί βρίσκονται στον ύπνο, καθώς μάλιστα την προηγούμενη γιόρταζαν το πανηγύρι τους.

Στις 4.30’ το πρωί δίνεται το σύνθημα της μαζικής εξόντωσης. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά το χωριό μας μετατρέπεται σε μια κόλαση φωτιάς και σιδήρου. Οι ριπές, οι φλόγες, οι εκρήξεις σμίγουν με τις κραυγές, τους θρήνους και τον πανικό του πρωινού Αυγουστιάτικου εφιάλτη.

Οι Γερμανοί καταστρέφουν με πρωτόγνωρη μανία ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Τουφεκίζουν και σφάζουν αδιάκριτα άντρες, γυναίκες, γέρους και παιδιά. Ξεκοιλιάζουν τις έγκυες και καίνε τα έμβρυα. Λεηλατούν. Ασελγούν και βιάζουν. Βάζουν φωτιά σε σπίτια. Γκρεμίζουν τα πάντα.

Στο γάμο σφάζονται 30. στο ποτάμι πνίγονται άλλοι τόσοι.

Εννιά ώρες κράτησε η φρίκη του μίσους και της καταστροφής. Κατά το μεσημέρι οι Γερμανοί φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους ρούχα, χρυσαφικά, ζώα, χρήματα και ό,τι άλλο πολύτιμο βρήκαν. Αφήνουν πίσω τους ένα απέραντο νεκροταφείο με 317 πτώματα και 440 εναπομείναντες σκιές, που πρόλαβαν να κρυφτούν και να γλιτώσουν.
Μέρες πολλές η άλλη φρίκη. Γονείς χωρίς παιδιά. Παιδιά χωρίς γονείς. Γυναίκες χωρίς άντρες. Άντρες χωρίς γυναίκες….

Εξοντώθηκαν 20 ολόκληρες οικογένειες.

Εκτελέστηκαν ανελέητα 97 νήπια και παιδιά έως 15 ετών. Θανατώθηκαν 119 γυναίκες…. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο.

Θα περάσει καιρός πολύς για να θαφτούν νεκροί και να σταθούν στα πόδια τους οι ζωντανοί.

Ο πόλεμος τελειώνει κάποτε. Όμως η φρίκη του και η απανθρωπιά του εξακολουθούν για πολύ να σημαδεύουν και να πυρπολούν τις ψυχές των απλών και ανυποψίαστων.

Στο μεγάλο και αδυσώπητο ΓΙΑΤΙ πόσες και ποιες απαντήσεις μπορούν να τις ηρεμήσουν και να τις επαναφέρουν;

Το Ολοκαύτωμα του Κομμένου, 16 Αυγούστου 1943

Στις 24 Απριλίου 1941 η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας υπέγραψε την παράδοση της χώρας στο ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας και το φασιστικό της Ιταλίας. Στις 30 Απριλίου γερμανικά άρματα μάχης μπαίνουν στην Αθήνα. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό την κατοχή των Γερμανών, των Ιταλών και των συμμάχων τους Βουλγάρων, που διεκδικούν να συμπεριλάβουν στα εδάφη τους την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, μαζί με τη Θεσσαλονίκη.

Ο Ελληνικός λαός, αφού απέκρουσε την Ιταλική επίθεση, που εκδηλώθηκε από την Αλβανία στις 28 Οκτωβρίου 1940 και κράτησε μέχρι το Μάρτη του 1941, και τη Γερμανική, που εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου από τη Βουλγαρία, βρέθηκε κουρασμένος και εξαντλημένος μέσα σε μια βάρβαρη κατοχή, που τον λήστευε και τον αφάνιζε χωρίς έλεος. Αμέσως μόλις ξεπέρασε τον πρώτο αιφνιδιασμό και τους αρχικούς του δισταγμούς, εγκαταλειμμένος από το βασιλιά Γεώργιο και την πολιτική, που βρήκαν καταφύγιο στο υπό τον έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας Κάιρο, αναζήτησε αποτελεσματικούς τρόπους αντίστασης στην τριπλή κατοχή.

ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΕΒΡΑΙΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΝΑΖΙ 

Το Σεπτέμβρη κιόλας του 1941 ιδρύονται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, ο Ενιαίος Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ.), η Εθνική και Κοινωνική Αλληλεγγύη (Ε.Κ.Κ.Α.), με κοινό σκοπό την απελευθέρωση της χώρας και την εξασφάλιση για το μέλλον της των δημοκρατικών θεσμών που θα εγγυούνταν τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από το Φλεβάρη του 1942 δημιουργούνται και τα ένοπλα τμήματα των αντιστασιακών οργανώσεων, από τα οποία σημαντικότερη δράση ανέπτυξαν οι Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (Ε.Ο.Ε.Α.), που τις καθοδηγούσε ο Ε.Δ.Ε.Σ.

Έτσι, τόσο το 1942 όσο, πολύ περισσότερο, το 1943 εντείνεται ο απελευθερωτικός και ο αντιστασιακός αγώνας με σαμποτάζ, με συγκρούσεις μεταξύ ανταρτών και κατακτητών, με εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών, με δημιουργία ελεύθερων ζωνών τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις ορεινές, κατεξοχήν, περιοχές, με προκηρύξεις, με απεργίες, με ίδρυση οργανώσεων νέων, με ραδιοφωνικά μηνύματα, με την τέχνη. Το Γερμανικό μέτωπο αρχίζει να καταρρέει.

Μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση οι Γερμανοί θέτουν σε εφαρμογή, ανάμεσα στ’ άλλα, και τη χιτλερική αρχή της «αλληλέγγυας ευθύνης», εκτελώντας για κάθε σκοτωμένο συμπατριώτη τους εκατό άμαχους. Παράλληλα, επειδή αδυνατούν να συγκρουστούν με τους αντάρτες και να τους εξοντώσουν, στρέφονται εναντίον πόλεων και χωριών και διαπράττουν φρικιαστικά εγκλήματα, μετατρέποντάς τα σε ολοκαυτώματα, με στόχο να κάμψουν το αγωνιστικό και αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων. Σκοπός τους ήταν να διαλύσουν τις αντιστασιακές οργανώσεις και με τα αντίποινα για τις απώλειές τους να σπείρουν τον τρόμο στις πόλεις και τα χωριά, έτσι ώστε να σβήσει κάθε εστία αντίστασης.

Το Κομμένο ήταν ένα μικρό χωριό στην άκρη του Αμβρακικού, στις εκβολές του ποταμού Αράχθου. Πεδινό έδαφος, πνιγμένο στα νερά, τα έλη και την πυκνή βλάστηση, δεν ανέπτυξε κάποια αξιόλογη αντιστασιακή δράση, συμμετείχε απλά στον αγώνα εξασφαλίζοντας τρόφιμα για τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών, που η έδρα τους βρισκόταν στις ορεινές περιοχές. 

Οι αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του, υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι δε διαθέτουν τόσο μεγάλες ποσότητες αγαθών, καθώς παράλληλα τροφοδοτούσαν και τις δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ. 

Μπροστά στην επιμονή των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΙΧΑΝ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑΖΙ, οι υπεύθυνοι του Ε.Δ.Ε.Σ. ζήτησαν υποστήριξη και ενίσχυση από τις δικές τους δυνάμεις, οι οποίες δεν καθυστέρησαν να εμφανιστούν στο χωριό και να απαιτούν από τους άλλους να αποχωρήσουν χωρίς τα τρόφιμα που είχαν παραγγείλει. Οι συζητήσεις και οι διενέξεις δεν έφερναν αποτέλεσμα, ενώ οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα για το Κομμένο.

Στις 12 Αυγούστου, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα γερμανικό αυτοκίνητο έφτασε στο Κομμένο, για να ερευνήσει αν πράγματι στο Κομμένο δρούσαν ομάδες ανταρτών, όπως έλεγαν οι πληροφορίες που είχαν συλλέξει. Φαίνεται όμως πως οι γερμανικές αρχές γνώριζαν πως στην περιοχή του Κομμένου λάβαινε χώρα ένα ιδιότυπο είδος εμπορίου ή λαθρεμπορίου. Έμποροι από τη Λευκάδα μετέφεραν με τις βάρκες τους λάδι, πατάτες, σταφύλια κλπ. και τα προωθούσαν στους πληθυσμούς των χωριών που γειτόνευαν με τον ποταμό Άραχθο, στις όχθες του οποίου αγκυροβολούσαν και διανυκτέρευαν. Ένα μέρος από τα προϊόντα τους κατέληγε στους αντάρτες, είτε με αμοιβή είτε με εξαναγκασμό.

Ακριβώς τη μέρα και την ώρα εκείνη στην πλατεία του χωριού αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ε.Λ.Α.Σ. είχαν στήσει τα όπλα τους και κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα. ΟΙ ΕΛΑΣΙΤΕΣ ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΗΔΗ ΑΠΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΟΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΣΦΑΓΗ... Όταν οι Γερμανοί αξιωματικοί βρέθηκαν μπροστά στην εικόνα αυτή, έκαναν αμέσως στροφή και έφυγαν από το χωριό, με τη βεβαιότητα πως οι πληροφορίες τους ήταν βάσιμες και αναμφίβολες. Κάποιες γυναίκες, μάλιστα, έσπευσαν από φόβο να μαζέψουν και να κρύψουν τα όπλα, αλλά φαίνεται πως η κίνησή τους αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς. Κάποιος απ’ τους σκοπούς ετοιμάστηκε να πυροβολήσει εναντίον τους, αλλά εμποδίστηκε από κάποιον ανώτερό του, ενδεχομένως για να μην εκληφθεί η ενέργεια αυτή από τους γερμανούς ως εχθρική πράξη ή για να αποφευχθούν τυχόν αντίποινα σε βάρος του χωριού.

Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει για τους κατοίκους του Κομμένου ο τρομερός εφιάλτης. Έντρομοι οι κάτοικοι κουβάλησαν τ’ αγαθά τους και τα ’κρυψαν στα χωράφια τους, στα οποία διανυκτέρευαν και οι ίδιοι, ενώ ο πρόεδρος της κοινότητας Λάμπρος Ζορμπάς ζήτησε την άλλη κιόλας από τις Ιταλικές και τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές αρχές της πόλης Άρτας να πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του χωριού. Οι αρχές τον διαβεβαίωσαν πως το χωριό του δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, γιατί οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοι του Κομμένου. Στις 15 Αυγούστου, ημέρα της γέννησης της Παναγίας Θεοτόκου, γιόρταζαν το πανηγύρι τους.

Τα χαράματα, ωστόσο, της 16ης Αυγούστου εκατό άντρες, κατά τον ΕΒΡΑΙΟ, Άγγλο ιστορικό Mark Mazower, 400 κατά τον Κομμενιώτη γυμνασιάρχη Στέφανο Παππά, του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα Βόρεια της Άρτας, σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή του 12ου λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών. Διοικητής του 98ου Συντάγματος ήταν ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, που παινευόταν πως μετέτρεψε το 98ο σε σύνταγμα για τον Χίτλερ. Αυτός την προηγούμενη μέρα συγκέντρωσε τους γερμανούς στρατιώτες για να τους ανακοινώσει πως Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Κομμένο και όφειλαν, γι’ αυτό, να δράσουν αμέσως για σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών και ξεκλήρισμα του χωριού που είχαν το λημέρι τους.

Διοικητής του 12ου λόχου ήταν ο υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ. Οι στρατιώτες ήταν στο σύνολό τους κληρωτοί.

Με την ανατολή του ήλιου, αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και κύκλωσαν το χωριό, οι μονάδες εφόδου έλαβαν με δύο φωτοβολίδες το σύνθημα και άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα κόπηκαν στα δυο ή διαλύθηκαν και δε βρέθηκαν ποτέ. Φαίνεται πως η διαταγή ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.

Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Δρόμοι, αυλές, καμένα σπίτια, κήποι, χαντάκια, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να τους θάψει. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Όσοι σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.

Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.

Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.

Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι πως οι γερμανικές υπηρεσίες, στα επίσημα έγγραφά τους, έκαναν λόγο για ληστές και αντάρτες στο Κομμένο και προετοίμασαν τους στρατιώτες για μια μεγάλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Και το τραγικό πως εδώ μέσα δε βρήκαν την παραμικρή αντίσταση, δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον τους, παρά μόνο ακούγονταν τα βογκητά, οι λυγμοί και οι θρήνοι των έντρομων άμαχων κατοίκων του χωριού από τους δικούς τους μονάχα πυροβολισμούς και το δικό τους θανατικό.

Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 119 γυναίκες.

Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 100 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη στη ζωή. Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού. Απ’ τα χείλη και την ψυχή των λίγων πλέον επιζώντων βγαίνει αβίαστα ένα σύνθημα: «όχι άλλη βία κι όχι άλλη αγριότητα στον πλανήτη».

Η σφαγή του Κομμένου. Τα θυμόμαστε, για να μην τα ξαναζήσουμε…

Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 1943, ο 12ος Λόχος του 98ου Συντάγματος 1ου Ορεινού Τμήματος, που είχε στρατοπεδεύσει σε μια κοιλάδα στα βόρεια ακριβώς της Άρτας, κάπου κοντά στη Φιλιππιάδα, κλήθηκε να βγει από τις σκηνές του.

Διοικητής του Συντάγματος, ήταν ο Συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, ένας νεαρός διοικητής φορτωμένος με παράσημα, αυτοδημιούργητος άντρας που του άρεσε να παινεύεται ότι έχει μετατρέψει το 98ο σε Σύνταγμα για τον Χίτλερ. Στους άντρες του 12ου Λόχου ο Ζάλμινγκερ, έβγαλε έναν κοφτό ολιγόλογο, τυπικό λόγο Τους είπε »Γερμανοί στρατιώτες έχουν σκοτωθεί. Είναι καιρός για σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών. Αύριο το πρωί θα ξεκληρίσουμε ένα λημέρι τους».

Καθώς περάσανε τα μεσάνυχτα στο Κομμένο, οι περισσότεροι κάτοικοί του άρχισαν σιγά σιγά να πηγαίνουν στα σπίτια τους για ύπνο, κουρασμένοι από τις προετοιμασίες του πανηγυριού, από το γλέντι και το πιοτό, χωρίς να υποψιαστούνε τίποτα για το τι επρόκειτο να συμβεί.

Την ίδια ώρα περίπου, μια φάλαγγα από 22 αυτοκίνητα και ένα στρατιωτικό τζιπ, ξεκίνησε από την κοιλάδα κοντά στην Φιλιππιάδα μεταφέροντας τους περισσότερους άντρες του 12ου Λόχου, γύρω στους 100 στρατιώτες.

Στις 5.00 το πρωί σταμάτησαν έξω από το χωριό και ο μάγειρας σέρβιρε πρωινό και καφέ στους στρατιώτες. Ύστερα, ο Διοικητής του 12ου Λόχου Υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ και τώρα περίπου 25 χρονών, τους συγκέντρωσε και έδωσε τις διαταγές του.

Μια φράση του, είχε μείνει στο μυαλό των αντρών μετά από χρόνια: «Θα μπούμε στο χωριό και δεν θ΄ αφήσουμε τίποτε όρθιο» είχε πει.

Χρησιμοποιώντας το πέτρινο καμπαναριό της εκκλησιάς (χτίσμα του 1855) για παρατηρητήριο, χωρίστηκαν σε εκτελεστικά αποσπάσματα, παίρνοντας και τις τελικές οδηγίες της επέμβασης.

Xαράματα πια στις 16ης Αυγούστου, στο πρώτο θολό φως της ημέρας και στον ουρανό άρχισαν να διασταυρώνονται φωτοβολίδες διαφόρων χρωμάτων και ταυτόχρονα ακούστηκαν εκρήξεις όλμων που είχαν τοποθετηθεί σε τρία επίκαιρα σημεία του χωριού.

Αμέσως αρχίσανε οι πυροβολισμοί και η διασταύρωση των πυρών, ενώ τα πυροβόλα και τα οπλοπολυβόλα δε σταμάτησαν ούτε στιγμή, δίνοντας την εντύπωση κάποιας σκληρής μάχης. Καθώς εισέβαλαν στα σπίτια, ολόκληρες οικογένειες αιφνιδιάστηκαν στον ύπνο και μη μπορώντας να αντιδράσουν, έπεφταν νεκρές από τις σφαίρες των όπλων και τα βλήματα των χειροβομβίδων.

Γέροι άνθρωποι, ανάπηροι, ακόμη και τυφλοί, σκοτωθήκανε επιτόπου. Κορίτσια με την απειλή των όπλων σύρθηκαν στον έσχατο εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους και βιάστηκαν κατ’ εξακολούθηση από τους νεαρούς οπαδούς της χιτλερικής ιδεολογίας, οι οποίοι, αφού ικανοποίησαν τα κτηνώδη ένστικτά τους, έκοβαν τους μαστούς και τις έσφαζαν σα ζώα.

Τα ανθρωπόμορφα κτήνη εφάρμοζαν μια σατανική τακτική εξοντώσεως των μικρών παιδιών. Αφού έβρεχαν βαμβάκι με βενζίνη, το τοποθετούσαν στα στόματα των βρεφών που κοιμόντουσαν ακόμη στην κούνια τους και αφού το άναβαν, απολάμβαναν σαδιστικά γελώντας με το «πυροτέχνημα» τους.

Μια γυναίκα έγκυος, αφού της ανοίξανε την κοιλιά, βγάλανε από εκεί το έμβρυο που σε λίγες μέρες θα έφερνε στον κόσμο και το εναποθέσανε στα χέρια της. Έτσι βρέθηκε η γυναίκα. Νεκρή με ανοιγμένα σπλάχνα και το αγέννητο παραμορφωμένο νεκρό, στα χέρια της.

Άλλα από τα παιδιά τα εκτελούσαν στον κρόταφο με μια σφαίρα περιστρόφου, ενώ άλλα τα κάρφωναν με τις ξιφολόγχες τους παρ’ όλη την αθωότητα και τα κλάματα τους.

Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι Ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.

Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.

Από αυτό που συμπεραίνεται, από τα λεγόμενα επιζώντων αυτοπτών μαρτύρων για ορισμένα περιστατικά, είναι ότι οι φονιάδες μεθούσαν με ναρκωτικές ουσίες για να είναι γρήγοροι στις αποφάσεις τους και όσο πιο αποτελεσματικοί στα πρωτόγονα ένστικτά τους.
Ούτε και την εκκλησιά της Παναγιάς δε σεβάστηκαν, αφού αφόδευσαν στην πύλη του ιερού βήματος, πέταξαν στο πάτωμα του ναού τις εικόνες του τέμπλου και τα ιερά σκεύη.

Εκείνο το πρωινό της 16ης Αυγούστου, ο παπα-Λάμπρος πήγαινε στην εκκλησία έχοντας μαζί του το ευαγγέλιο, το θυμιατό και τα άμφια που χρησιμοποίησε την προηγούμενη μέρα για να τελέσει έναν γάμο. Ο παπα-Λάμπρος πιάστηκε από τους Γερμανούς και αφού τον βασάνισαν άγρια, τον σύρανε αιμόφυρτο στον προπυλώνα της εκκλησίας και τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο μέτωπο. Αυτός ήταν και ο πρώτος της σφαγής του Κομμένου μαζί με το Ευαγγέλιο που βρέθηκε διάτρητο από σφαίρα σε μια γωνία, με ποτισμένες τις σελίδες του από το αίμα αυτού του τίμιου κληρικού.

Ο άλλος ιερέας του χωριού, που εφημέρευε στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών στον Λουτρότοπο και που είχε έρθει στους συγγενείς του για το πανηγύρι, βρέθηκε κατακρεουργημένος και αιμόφυρτος και με βγαλμένα τα μάτια.

Με μια ειδική σκόνη που έριχναν στο πάτωμα και με μια πιστολιά έκαψαν τα περισσότερα σπίτια του χωριού, αφού πρώτα έπαιρναν ότι πολύτιμο υπήρχε μέσα.

Το θέαμα στο Κομμένο μετά την σφαγή ήταν φρικιαστικό. Παντού πτώματα απανθρακωμένα, ενώ η ατμόσφαιρα είχε τη μυρωδιά από καμένες σάρκες. Η σήψη είχε ήδη αρχίσει και πολλά εντόσθια είχαν χυθεί στο έδαφος. Πολλά ανθρώπινα μέλη ήταν διασκορπισμένα από δω και από εκεί, ενώ τα σκυλιά οδηγημένα από το αίμα είχαν αρχίσει να τρώνε κομμάτια κρέας από διάφορα σώματα.

Γύρω στο απόγευμα της 16ης Αυγούστου ο Δημήτρης Αποστόλου, ένας νεαρός Κομμενιώτης, γύρναγε στο χωριό του και στο σπίτι του. Τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν φύγει, μετά από 7 ώρες που κράτησε η επιδρομή. Στα απανθρακωμένα απομεινάρια των σπιτιών, δοκάρια καίγονταν ακόμη. Τα πτώματα είχαν αρχίσει να φουσκώνουν από τη θερμότητα. Η κοιλιά μιας γυναίκας είχε σχισθεί και ένα κοτόπουλο είχε αρχίσει να σέρνει τα εντόσθια της κατά μήκος του δρόμου. Λίγο μετά που είδε αυτό, ο Αποστόλου λιποθύμησε.

Ένα δεκάχρονο αγόρι τότε, ο Αλέξανδρος Μάλιος, που έχασε όλη την οικογένεια του, θυμάται «Σα φτάσαμε κοντά στο σπίτι, ακόμα κάπνιζε. Απ’ έξω δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ τους σκοτωμένους. Δεν είχες που να πατήσεις. Δρασκελίσαμε πάνω απ’ τα πτώματα κι αντίκρισα τον πατέρα μου μ’ ένα μικρό παιδί μέσα στα αίματα. Οι άλλοι μέσα ήταν όλοι καμένοι. Έσκυψα, τον αγκάλιασα και λιποθύμησα. Τα είχαμε χαμένα και ζούσαμε σ’ ένα εφιαλτικό όνειρο, έτσι που δεν είχαμε τη δύναμη να κλάψουμε».

Συνολικά 317 άνθρωποι ήταν τα θύματα του Κομμένου εκείνη τη μέρα σ’ αυτή τη σφαγή. Ίσως της πιο φριχτής που διαπράχθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής.

Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των πτωμάτων, οι δυστυχισμένοι Κομμενιώτες τα έθαβαν επιφανειακά με λίγο χώμα, σαν άλλες Αντιγόνες του Σοφοκλή, κάνοντας σπονδή με τα δάκρυα τους, στις αυλές και στους κήπους των σπιτιών.

Στην πλατεία του χωριού, τον Αύγουστο του 1946 οι κάτοικοι χτίσανε ένα καλλιμάρμαρο μνημείο που αναγράφονται τα ονόματα των 317 πατέρων και τέκνων και αδελφών.

Οι κάτοικοι, απομεινάρια ορφάνιας, λείψανα πένθους, γυμνοί από καθετί που συγκρατούσε άλλοτε τη Ζωή τους, πλούσιοι μόνο σε αναμνήσεις και σεβασμό, έκοψαν απ’ το ψωμί τους για να ανταποκριθούν στο χρέος της καρδιάς και στήσανε το μνημείο των ηρώων με δικά τους έξοδα. Χρέος που έπρεπε να το νομίσει δικό τους ολόκληρος ο λαός της Ελλάδας. Χρέος που έπρεπε προπάντων να βαρύνει το κράτος.

Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι Ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. 

ΣΧΟΛΙΟΝ: ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΙΧΑΝ ΥΛΟΠΟΙΗΘΕΙ - ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΕΒΡΙΟΙ ΗΤΑΝ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ!...

Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 100 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη στη ζωή.

Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής βίας.

Την Κυριακή 16 Αυγούστου, στις 10.30 το πρωί, θα γίνει το επίσημο μνημόσυνο των 317 μαρτύρων-ηρώων του Κομμένου, θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, οπότε και θα κορυφωθούν οι εκδηλώσεις μνήμης στην μαρτυρική κοινότητα.

«Αυτοί που ξεχνάνε την ιστορία τους, είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουνε» George Santayana (Life of Reason, 1905)

Post a Comment

Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!

"Πολλά είναι αυτά που λέγονται και δεν γίνονται, πολλά είναι επίσης αυτά που γίνονται και δεν λέγονται"