Πύρρειος η νίκη του Πακιστάν στο Αφγανιστάν
Η Ισλαμαμπάντ θα καταλήξει να μετανιώσει για το ότι βοήθησε την αναβίωση των Ταλιμπάν
Husain Haqqani
Το κατεστημένο ασφαλείας του Πακιστάν χαιρετίζει τα πρόσφατα στρατιωτικά κέρδη των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Οι σκληροπυρηνικοί της χώρας έχουν υποστηρίξει τους Ταλιμπάν εδώ και δεκαετίες και τώρα μπορούν να οραματιστούν τους συμμάχους τους σταθερά εγκατεστημένους στην Καμπούλ. Το Πακιστάν πήρε αυτό που ήθελε -αλλά θα το μετανιώσει. Η κατάληψη από τους Ταλιμπάν θα αφήσει το Πακιστάν πιο ευάλωτο στον εξτρεμισμό εγχωρίως και πιθανώς πιο απομονωμένο στην παγκόσμια σκηνή.
Το τέλος του 20ετούς πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν υπόσχεται επίσης να αποτελέσει σημείο καμπής στην σχέση τους με την Ισλαμαμπάντ. Το Πακιστάν έχει καλύψει εδώ και πολύ καιρό τις φιλοδοξίες του στο Αφγανιστάν για να διατηρήσει τις σχέσεις του με την Ουάσινγκτον, αλλά αυτή η πράξη εξισορρόπησης -που θεωρείται στην Ουάσιγκτον ως διπλό παιχνίδι- θα αποδειχθεί αδύνατη σε περίπτωση που ένα ανασυσταθέν ισλαμικό εμιράτο εγκατασταθεί στην Καμπούλ.
Αυτό δεν θα ήταν η δικαίωση που περιμένει ο στρατός του Πακιστάν: οι Ταλιμπάν είναι λιγότερο πιθανό να σεβαστούν το Πακιστάν την στιγμή του θριάμβου τους και οι Αμερικανοί δεν είναι πιθανό να συμφιλιωθούν με αυτή την ομάδα ούτε μακροπρόθεσμα. Το εφιαλτικό σενάριο για το Πακιστάν θα ήταν να βρεθεί ανάμεσα στους ανεξέλεγκτους Ταλιμπάν και στα διεθνή αιτήματα για να τους χαλιναγωγήσει.
Η νίκη των Ταλιμπάν θα έχει εξίσου καταστροφικές συνέπειες στην εσωτερική ειρήνη και ασφάλεια του Πακιστάν. Ο ισλαμιστικός εξτρεμισμός έχει ήδη χωρίσει την πακιστανική κοινωνία κατά μήκος σεχταριστικών γραμμών, και η άνοδος των Αφγανών ισλαμιστών στην γειτονική χώρα μόνο θα ενθαρρύνει τους ριζοσπάστες εγχωρίως.
Οι προσπάθειες να εξαναγκάσουν τους Ταλιμπάν [για το οτιδήποτε] ενδέχεται να οδηγήσουν σε βίαιη αντίδραση, με τους Πακιστανούς Ταλιμπάν να επιτίθενται σε στόχους εντός του Πακιστάν. Και εάν επιδεινωθούν οι μάχες μεταξύ των Ταλιμπάν και των αντιπάλων τους, το Πακιστάν θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια νέα ροή προσφύγων. Ένας εμφύλιος πόλεμος στην γείτονα θα έβλαπτε περαιτέρω την οικονομία της χώρας.
Πακιστανοί επικριτές για την εμπλοκή της χώρας τους με τους Ταλιμπάν φοβούνται και προβλέπουν εδώ και πολύ καιρό αυτό το σενάριο.
Αλλά οι στρατηγοί του Πακιστάν βλέπουν τους Ταλιμπάν ως σημαντικό εταίρο στον ανταγωνισμό τους με την Ινδία. Εν τω μεταξύ, οι αδύναμοι πολιτικοί ηγέτες στην Ισλαμαμπάντ έχουν αποδεχθεί μια πολιτική που δίνει προτεραιότητα στην εξάλειψη της πραγματικής ή αντιληπτής ινδικής επιρροής στο Αφγανιστάν.
Επί δεκαετίες, το Πακιστάν έχει παίξει ένα επικίνδυνο παιχνίδι υποστηρίζοντας ή ανεχόμενο τους Ταλιμπάν και προσπαθώντας επίσης να παραμείνει στην καλή προαίρεση της Ουάσιγκτον. Αυτό λειτούργησε για περισσότερο από όσο πολλοί θα περίμεναν, αλλά ποτέ δεν θα αποδείχθεί βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Το Πακιστάν κατάφερε να το τραβήξει για πολύ καιρό. Σύντομα, ωστόσο, θα φτάσει στο τέλος του δρόμου.
Η ΕΜΜΟΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Το κατεστημένο ασφαλείας του Πακιστάν έχει από καιρό εμμονή για την επιβολή μιας φιλικής κυβέρνησης στην Καμπούλ. Αυτή η εμμονή βασίζεται στην πεποίθηση ότι η Ινδία σχεδιάζει να διαλύσει το Πακιστάν κατά μήκος εθνοτικών γραμμών και ότι το Αφγανιστάν θα είναι το σημείο εκκίνησης για αντικυβερνητικές εξεγέρσεις στις περιοχές του Πακιστάν στο Balochistan και στο Khyber Pakhtunkhwa.
Αυτοί οι φόβοι έχουν τις ρίζες τους στο γεγονός ότι το Αφγανιστάν διεκδίκησε τμήματα των περιοχών του Βαλουχιστάν και πακιστανικές περιοχές των Παστούν την εποχή της δημιουργίας του Πακιστάν τον Αύγουστο του 1947. Το Αφγανιστάν αναγνώρισε το Πακιστάν και καθιέρωσε διπλωματικές σχέσεις λίγες μέρες αργότερα, αλλά δεν αναγνώρισε την καθορισμένη από τους Βρετανούς γραμμή Durand ως διεθνή σύνορα έως το 1976. Το Αφγανιστάν παρέμεινε επίσης φιλικό με την Ινδία, οδηγώντας το Πακιστάν να επιτρέψει στους Αφγανούς ισλαμιστές να οργανώνονται στην επικράτειά του ακόμα και πριν από την σοβιετική κατοχή του Αφγανιστάν το 1979.
Παρά την εκτεταμένη συνεργασία ΗΠΑ-Πακιστάν στο Αφγανιστάν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο χώρες δεν συμφώνησαν ποτέ πραγματικά τα αποκλίνοντα συμφέροντά τους στην χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν όπλα και χρήματα για τους Μουτζαχεντίν μέσω του Πακιστάν ως μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής για την αιμορραγία της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά έδειξαν λίγο ενδιαφέρον για το μέλλον του Αφγανιστάν μόλις έφυγαν οι Σοβιετικοί. Πακιστανοί αξιωματούχοι, από την άλλη πλευρά, είδαν την αντι-σοβιετική τζιχάντ ως ευκαιρία να μετατραπεί το Αφγανιστάν σε δορυφορικό κράτος. Ευνόησαν τους πιο φονταμενταλιστές Μουτζαχεντίν με την ελπίδα ότι μια μελλοντική κυβέρνηση υπό τον έλεγχό τους θα απέρριπτε την ινδική επιρροή και θα βοηθούσε στην καταστολή του εθνικισμού των Μπαλόχ και των Παστούν στα κοινά σύνορά τους.
Αυτές οι άλυτες διαφορές έχουν κακοφορμίσει στις δεκαετίες μου μεσολάβησαν. Ακόμα και αφότου το Πακιστάν έγινε ο κόμβος υλικοτεχνικής υποστήριξης των δυνάμεων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, αξιωματούχοι στην Ισλαμαμπάντ ανησυχούσαν για την επιρροή της Ινδίας στην Καμπούλ. Ο στρατός του Πακιστάν υποστήριξε τους Ταλιμπάν, με το επιχείρημα ότι η ομάδα αντιπροσώπευε μια πραγματικότητα με την αιτιολογία πως η χώρα τους, ως γείτονας του Αφγανιστάν με έναν εθνικά αλληλεπικαλυπτόμενο πληθυσμό, δεν μπορούσε να αγνοήσει. Για τους ισλαμιστές συμπαθούντες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων εντός του κατεστημένου, υπήρχε επίσης μια διεστραμμένη ευχαρίστηση να προκαλείται πόνος στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο στρατηγός Hamid Gul, πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας διυπηρεσιακών πληροφοριών του Πακιστάν, επεσήμανε δημόσια το 2014 πώς το ISI χρησιμοποίησε την βοήθεια που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά την 11η Σεπτεμβρίου για να συνεχίσει την χρηματοδότηση των Ταλιμπάν και πώς επωφελήθηκε από την απόφαση των ΗΠΑ να αγνοήσουν αρχικά την Αφγανική ισλαμική ομάδα προτιμώντας την καταδίωξη της Αλ Κάιντα.
Είπε σε [1] τηλεοπτικό κοινό το 2014: «Όταν γραφεί η ιστορία, θα δηλωθεί ότι το ISI νίκησε την Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν με την βοήθεια της Αμερικής. Τότε, θα υπάρξει άλλη μια πρόταση. Το ISI, με την βοήθεια της Αμερικής, νίκησε την Αμερική».
Πιο πρόσφατα, ανώτεροι Πακιστανοί αξιωματούχοι έχουν επίσης εκφράσει ικανοποίηση για την αποτυχία των ΗΠΑ να εξαλείψουν [2] τους Ταλιμπάν. Πιστεύουν ότι η διπλωματική συνεργασία της Ουάσινγκτον με την ισλαμική ομάδα ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της επιρροής της στο Αφγανιστάν. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ΗΠΑ-Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 στη Ντόχα, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων, ο Khawaja Muhammad Asif, Πακιστανός πρώην υπουργός Άμυνας και υπουργός Εξωτερικών, ανάρτησε στο Twitter μια φωτογραφία του υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, να συναντά τον αρχηγό των Ταλιμπάν Mullah Abdul Ghani Baradar. Πρόσθεσε ένα σχόλιο: «Ίσως να έχετε ισχύ στην πλευρά σας, αλλά ο Θεός είναι μαζί μας. Allah u Akbar!».
Ως υπουργός Εξωτερικών, ο Asif επέμεινε ότι οι σχέσεις του Πακιστάν με τους Ταλιμπάν αντικατόπτριζαν απλώς την αναγνώριση της πολιτικής τους ισχύος στο Αφγανιστάν. Επίσης, επέκρινε [3] τις Ηνωμένες Πολιτείες για το ότι μετέτρεψαν το Πακιστάν σε εξιλαστήριο θύμα για την δική τους αποτυχία να καταστρέψουν την οργάνωση [των Ταλιμπάν]. Αλλά ένιωθε ότι δεν χρειάζεται διπλωματική ρητορική σε αυτή την στιγμή του θριάμβου. Για τους Πακιστανούς, όπως οι Gul και Asif, η επικείμενη νίκη των Ταλιμπάν είναι επίσης μια νίκη για τις μυστικές επιχειρήσεις του Πακιστάν.
Αυτή η θριαμβολογία είναι πιθανό να λειτουργήσει σαν μπούμερανγκ. Οι Αμερικανοί δεν αναγνώρισαν ποτέ ως σοβαρή την αντίληψη του Πακιστάν για την Ινδία ως υπαρξιακή απειλή, γι' αυτό δεν κατάλαβαν ποτέ την προτίμηση του Πακιστάν προς τους Ισλαμιστές Παστούν έναντι των Αφγανών εθνικιστών. Πακιστανοί αξιωματούχοι, με την πάροδο των ετών, επέλεξαν να αρνούνται κατηγορηματικά τις πακιστανικές ενέργειες στο Αφγανιστάν ή να τις δικαιολογούν. Αυτό οδήγησε σε κατηγορίες από τους Αμερικανούς για διπλές συμφωνίες, προκαλώντας περαιτέρω δυσπιστία στην διμερή σχέση. Οι σχέσεις με την Ινδία και τον υπόλοιπο κόσμο έχουν επίσης υποφέρει, και το Πακιστάν έφτασε να εξαρτάται υπερβολικά από την Κίνα.
Από το εξωτερικό χρέος του των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το Πακιστάν οφείλει 27% -ή αλλιώς πάνω από 24 δισεκατομμύρια δολάρια- στο Πεκίνο. Αναγκάστηκε επίσης να βασιστεί σε χαμηλότερης ποιότητας κινεζική στρατιωτική τεχνολογία αφού έχασε την στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ.
ΜΑΚΡΑΝ ΤΟΥ «ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ»
Τριάντα χρόνια υποστήριξης του τζιχάντ τροφοδότησαν επίσης την εσωτερική δυσλειτουργία της χώρας. Η οικονομία της παλεύει, εκτός από την περίοδο των ετών της γενναιόδωρης αμερικανικής βοήθειας. Οι εγχώριοι Ισλαμιστές ριζοσπάστες έχουν υποκινήσει σποραδική βία, όπως τρομοκρατικές επιθέσεις σε θρησκευτικές μειονότητες, και ταραχές με την απαίτηση της απέλασης του Γάλλου πρέσβη για φερόμενη βλασφημία της Γαλλίας εναντίον του Προφήτη Μωάμεθ. Τα δικαιώματα των γυναικών αμφισβητήθηκαν δημοσίως και απειλήθηκαν, και τα βασικά μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λογοκρίνονται τακτικά για να διευθετηθούν ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ευαισθησίες. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να «εξισλαμίσει» το πρόγραμμα σπουδών εις βάρος μαθημάτων επιστήμης και κριτικής σκέψης.
Κατά ειρωνικό τρόπο, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έρχεται εν μέσω υποσχέσεων για αντιστροφή αυτών των τάσεων. Πριν από τέσσερα χρόνια, ο σημερινός αρχηγός του στρατού του Πακιστάν, στρατηγός Qamar Javed Bajwa, δήλωσε ότι ήθελε να μετατρέψει το Πακιστάν σε «μια φυσιολογική χώρα». Έκτοτε μίλησε επίσης για την ανάγκη βελτίωσης των σχέσεων με την Ινδία και τη μείωση της εξάρτησης του Πακιστάν από την Κίνα.
Αυτό το όραμα του μετασχηματισμού περιελάμβανε μια προσπάθεια να καταστεί δυνατή μια διευθέτηση στο Αφγανιστάν. Το Πακιστάν άρχισε να φράζει τα μακρά και πορώδη σύνορα με τον γείτονά του, έκανε ανοίγματα προς την κυβέρνηση της Καμπούλ, και υποσχέθηκε να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Ο Bajwa σημείωσε την προθυμία του Πακιστάν να επεκτείνει τους εταίρους του στο Αφγανιστάν ώστε να συμπεριλάβει φατρίες που δεν είναι Ταλιμπάν.
Το ISI διοργάνωσε συναντήσεις μεταξύ των διαπραγματευτών των ΗΠΑ και ορισμένων ηγετών των Ταλιμπάν, οδηγώντας στην Συμφωνία της Ντόχα, η οποία έθεσε ένα χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση του στρατού των ΗΠΑ σε αντάλλαγμα για αόριστες υποσχέσεις των Ταλιμπάν να ξεκινήσουν ειρηνευτικές συνομιλίες με άλλους Αφγανούς και να αποτρέψουν το έδαφος που ελέγχουν από το να χρησιμοποιηθεί για την εξαπόλυση τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αντί να ωθήσει την επιστροφή στην ομαλότητα στο Πακιστάν, αυτή η συμφωνία μόνο θα επιδεινώσει τις προκλήσεις της χώρας. Δεδομένης της σκληροπυρηνικής ιδεολογίας των Ταλιμπάν, δεν ήταν ρεαλιστικό οι Αμερικανοί διαπραγματευτές να περιμένουν ότι η ομάδα θα συμβιβαζόταν με άλλους Αφγανούς, ειδικά με την κυβέρνηση της Καμπούλ. Και παρόλο που το Πακιστάν διευκόλυνε αυτή την συμφωνία με την ελπίδα ότι θα βελτιώσει την θέση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πλέον πιθανό να θεωρηθεί υπεύθυνο για την άρνηση των Ταλιμπάν να σταματήσουν να πολεμούν και να συμφωνήσουν στην κατανομή εξουσίας. Η διακηρυγμένη επιθυμία του Bajwa να αλλάξει πορεία έχει παρεμποδιστεί από τις παλαιότερες πολιτικές του Πακιστάν. Δεδομένης της κακής σχέσης του Πακιστάν με σχεδόν όλες τις άλλες ομάδες στο Αφγανιστάν, μπορεί να έχει λίγες άλλες επιλογές από το να μείνει με τους Ταλιμπάν σε περίπτωση ανανεωμένου εμφυλίου πολέμου στα βορειοδυτικά σύνορά του.
Η συμφωνία δεν θα επιτύχει επίσης τους αντιτρομοκρατικούς στόχους της Ουάσιγκτον. Μια έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών [4] που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο διαπίστωσε ότι οι Ταλιμπάν δεν διέκοψαν τους δεσμούς τους με την Αλ Κάιντα και ότι ανώτεροι αξιωματούχοι της Αλ Κάιντα σκοτώθηκαν πρόσφατα «μαζί με συνεργάτες των Ταλιμπάν ενώ βρίσκονταν μαζί τους». Η έκθεση προσδιόρισε επίσης το δίκτυο Haqqani, μια ομάδα που ο αμερικανικός στρατός περιέγραψε κάποτε [5] ως «πραγματικό σκέλος του ISI του Πακιστάν», ως την κύρια σύνδεση των Ταλιμπάν με την Αλ Κάιντα. «Οι δεσμοί μεταξύ των δύο ομάδων παραμένουν στενοί, βασισμένοι στην ιδεολογική ταύτιση, τις σχέσεις που σφυρηλατούνται μέσω κοινών αγώνων, και γάμων», αναφέρει η έκθεση.
Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Lloyd Austin, εν τω μεταξύ, δήλωσε ότι η Αλ Κάιντα θα μπορούσε να ανασυσταθεί [6] στο Αφγανιστάν εντός δύο ετών από την στιγμή που θα έχουν αποσυρθεί οι Αμερικανοί. Κανένα από αυτά τα γεγονότα δεν άλλαξε την δέσμευση του προέδρου Τζο Μπάιντεν [7] να αποσύρει τις δυνάμεις των ΗΠΑ.
Το Πακιστάν αναμένει μια νίκη των Ταλιμπάν, ακόμη και όταν οι ηγέτες του συνεχίζουν να μιλούν [8] για την ανάγκη συμφιλίωσης μεταξύ των Αφγανών. Αν και οι δημόσιες δηλώσεις από την Ισλαμαμπάντ θα συνεχίσουν να περιγράφουν την επιθυμία του Πακιστάν για ειρήνη, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είναι απίθανο να πιστέψουν τις διαμαρτυρίες του Πακιστάν ότι δεν επιθυμεί μια στρατιωτική ανάληψη [της εξουσίας] από τους Ταλιμπάν. Η σχέση των δύο χωρών φαίνεται προορισμένη να γίνει ακόμη πιο αναξιόπιστη τα επόμενα χρόνια.
ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΕΥΧΕΣΑΙ
Για τους Πακιστανούς που βλέπουν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του ανταγωνισμού με την Ινδία, η νίκη των Ταλιμπάν προσφέρει κάποια παρηγοριά. Το Πακιστάν δεν τα πήγε καλά στον ανταγωνισμό με την Ινδία στα περισσότερα μέτωπα, αλλά οι πληρεξούσιοί του στο Αφγανιστάν φαίνεται να πετυχαίνουν -ακόμα κι αν το Πακιστάν δεν μπορεί να τους ελέγξει πλήρως.
Αλλά είναι μια Πύρρειος νίκη. Αυτές οι εξελίξεις θα απομακρύνουν το Πακιστάν από το να γίνει «μια φυσιολογική χώρα», διαιωνίζοντας την δυσλειτουργία εγχωρίως και το κλειδώνουν σε μια εξωτερική πολιτική που καθορίζεται από την εχθρότητα προς την Ινδία και την εξάρτηση από την Κίνα. Η μακρά, αμοιβαία εμπλοκή της Ουάσιγκτον και της Ισλαμαμπάντ στο Αφγανιστάν απειλεί να αποδυναμώσει περαιτέρω την σχέση ΗΠΑ-Πακιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απίθανο να συγχωρήσουν σύντομα το Πακιστάν για την δεκαετιών ενεργοποίηση των Ταλιμπάν. Στα επόμενα χρόνια, οι Πακιστανοί θα επιχειρηματολογούν για το εάν άξιζε την προσπάθεια να επηρεάσουν το Αφγανιστάν μέσω πληρεξουσίων των Ταλιμπάν, όταν, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το Πακιστάν θα μπορούσε να είχε εξασφαλίσει τα συμφέροντά του απόλυτα με τους Αμερικανούς.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.nytimes.com/2021/04/15/world/asia/pakistan-afghanistan-withd...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2020-02-10/how-good-...
[3] https://www.wsj.com/articles/pakistan-says-alliance-with-u-s-is-over-151...
[4] https://www.undocs.org/en/S/2021/486
[5] https://www.bbc.com/news/av/world-us-canada-15026909
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-05-04/ashraf-gh...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-01-23/why-ame...
[8] https://www.washingtonpost.com/opinions/2020/09/26/imran-khan-peace-is-w...
Αλλά οι στρατηγοί του Πακιστάν βλέπουν τους Ταλιμπάν ως σημαντικό εταίρο στον ανταγωνισμό τους με την Ινδία. Εν τω μεταξύ, οι αδύναμοι πολιτικοί ηγέτες στην Ισλαμαμπάντ έχουν αποδεχθεί μια πολιτική που δίνει προτεραιότητα στην εξάλειψη της πραγματικής ή αντιληπτής ινδικής επιρροής στο Αφγανιστάν.
Επί δεκαετίες, το Πακιστάν έχει παίξει ένα επικίνδυνο παιχνίδι υποστηρίζοντας ή ανεχόμενο τους Ταλιμπάν και προσπαθώντας επίσης να παραμείνει στην καλή προαίρεση της Ουάσιγκτον. Αυτό λειτούργησε για περισσότερο από όσο πολλοί θα περίμεναν, αλλά ποτέ δεν θα αποδείχθεί βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Το Πακιστάν κατάφερε να το τραβήξει για πολύ καιρό. Σύντομα, ωστόσο, θα φτάσει στο τέλος του δρόμου.
Η ΕΜΜΟΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Το κατεστημένο ασφαλείας του Πακιστάν έχει από καιρό εμμονή για την επιβολή μιας φιλικής κυβέρνησης στην Καμπούλ. Αυτή η εμμονή βασίζεται στην πεποίθηση ότι η Ινδία σχεδιάζει να διαλύσει το Πακιστάν κατά μήκος εθνοτικών γραμμών και ότι το Αφγανιστάν θα είναι το σημείο εκκίνησης για αντικυβερνητικές εξεγέρσεις στις περιοχές του Πακιστάν στο Balochistan και στο Khyber Pakhtunkhwa.
Αυτοί οι φόβοι έχουν τις ρίζες τους στο γεγονός ότι το Αφγανιστάν διεκδίκησε τμήματα των περιοχών του Βαλουχιστάν και πακιστανικές περιοχές των Παστούν την εποχή της δημιουργίας του Πακιστάν τον Αύγουστο του 1947. Το Αφγανιστάν αναγνώρισε το Πακιστάν και καθιέρωσε διπλωματικές σχέσεις λίγες μέρες αργότερα, αλλά δεν αναγνώρισε την καθορισμένη από τους Βρετανούς γραμμή Durand ως διεθνή σύνορα έως το 1976. Το Αφγανιστάν παρέμεινε επίσης φιλικό με την Ινδία, οδηγώντας το Πακιστάν να επιτρέψει στους Αφγανούς ισλαμιστές να οργανώνονται στην επικράτειά του ακόμα και πριν από την σοβιετική κατοχή του Αφγανιστάν το 1979.
Παρά την εκτεταμένη συνεργασία ΗΠΑ-Πακιστάν στο Αφγανιστάν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο χώρες δεν συμφώνησαν ποτέ πραγματικά τα αποκλίνοντα συμφέροντά τους στην χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν όπλα και χρήματα για τους Μουτζαχεντίν μέσω του Πακιστάν ως μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής για την αιμορραγία της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά έδειξαν λίγο ενδιαφέρον για το μέλλον του Αφγανιστάν μόλις έφυγαν οι Σοβιετικοί. Πακιστανοί αξιωματούχοι, από την άλλη πλευρά, είδαν την αντι-σοβιετική τζιχάντ ως ευκαιρία να μετατραπεί το Αφγανιστάν σε δορυφορικό κράτος. Ευνόησαν τους πιο φονταμενταλιστές Μουτζαχεντίν με την ελπίδα ότι μια μελλοντική κυβέρνηση υπό τον έλεγχό τους θα απέρριπτε την ινδική επιρροή και θα βοηθούσε στην καταστολή του εθνικισμού των Μπαλόχ και των Παστούν στα κοινά σύνορά τους.
Αυτές οι άλυτες διαφορές έχουν κακοφορμίσει στις δεκαετίες μου μεσολάβησαν. Ακόμα και αφότου το Πακιστάν έγινε ο κόμβος υλικοτεχνικής υποστήριξης των δυνάμεων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, αξιωματούχοι στην Ισλαμαμπάντ ανησυχούσαν για την επιρροή της Ινδίας στην Καμπούλ. Ο στρατός του Πακιστάν υποστήριξε τους Ταλιμπάν, με το επιχείρημα ότι η ομάδα αντιπροσώπευε μια πραγματικότητα με την αιτιολογία πως η χώρα τους, ως γείτονας του Αφγανιστάν με έναν εθνικά αλληλεπικαλυπτόμενο πληθυσμό, δεν μπορούσε να αγνοήσει. Για τους ισλαμιστές συμπαθούντες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων εντός του κατεστημένου, υπήρχε επίσης μια διεστραμμένη ευχαρίστηση να προκαλείται πόνος στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο στρατηγός Hamid Gul, πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας διυπηρεσιακών πληροφοριών του Πακιστάν, επεσήμανε δημόσια το 2014 πώς το ISI χρησιμοποίησε την βοήθεια που παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά την 11η Σεπτεμβρίου για να συνεχίσει την χρηματοδότηση των Ταλιμπάν και πώς επωφελήθηκε από την απόφαση των ΗΠΑ να αγνοήσουν αρχικά την Αφγανική ισλαμική ομάδα προτιμώντας την καταδίωξη της Αλ Κάιντα.
Είπε σε [1] τηλεοπτικό κοινό το 2014: «Όταν γραφεί η ιστορία, θα δηλωθεί ότι το ISI νίκησε την Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν με την βοήθεια της Αμερικής. Τότε, θα υπάρξει άλλη μια πρόταση. Το ISI, με την βοήθεια της Αμερικής, νίκησε την Αμερική».
Πιο πρόσφατα, ανώτεροι Πακιστανοί αξιωματούχοι έχουν επίσης εκφράσει ικανοποίηση για την αποτυχία των ΗΠΑ να εξαλείψουν [2] τους Ταλιμπάν. Πιστεύουν ότι η διπλωματική συνεργασία της Ουάσινγκτον με την ισλαμική ομάδα ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της επιρροής της στο Αφγανιστάν. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ΗΠΑ-Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 στη Ντόχα, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων, ο Khawaja Muhammad Asif, Πακιστανός πρώην υπουργός Άμυνας και υπουργός Εξωτερικών, ανάρτησε στο Twitter μια φωτογραφία του υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, να συναντά τον αρχηγό των Ταλιμπάν Mullah Abdul Ghani Baradar. Πρόσθεσε ένα σχόλιο: «Ίσως να έχετε ισχύ στην πλευρά σας, αλλά ο Θεός είναι μαζί μας. Allah u Akbar!».
Ως υπουργός Εξωτερικών, ο Asif επέμεινε ότι οι σχέσεις του Πακιστάν με τους Ταλιμπάν αντικατόπτριζαν απλώς την αναγνώριση της πολιτικής τους ισχύος στο Αφγανιστάν. Επίσης, επέκρινε [3] τις Ηνωμένες Πολιτείες για το ότι μετέτρεψαν το Πακιστάν σε εξιλαστήριο θύμα για την δική τους αποτυχία να καταστρέψουν την οργάνωση [των Ταλιμπάν]. Αλλά ένιωθε ότι δεν χρειάζεται διπλωματική ρητορική σε αυτή την στιγμή του θριάμβου. Για τους Πακιστανούς, όπως οι Gul και Asif, η επικείμενη νίκη των Ταλιμπάν είναι επίσης μια νίκη για τις μυστικές επιχειρήσεις του Πακιστάν.
Αυτή η θριαμβολογία είναι πιθανό να λειτουργήσει σαν μπούμερανγκ. Οι Αμερικανοί δεν αναγνώρισαν ποτέ ως σοβαρή την αντίληψη του Πακιστάν για την Ινδία ως υπαρξιακή απειλή, γι' αυτό δεν κατάλαβαν ποτέ την προτίμηση του Πακιστάν προς τους Ισλαμιστές Παστούν έναντι των Αφγανών εθνικιστών. Πακιστανοί αξιωματούχοι, με την πάροδο των ετών, επέλεξαν να αρνούνται κατηγορηματικά τις πακιστανικές ενέργειες στο Αφγανιστάν ή να τις δικαιολογούν. Αυτό οδήγησε σε κατηγορίες από τους Αμερικανούς για διπλές συμφωνίες, προκαλώντας περαιτέρω δυσπιστία στην διμερή σχέση. Οι σχέσεις με την Ινδία και τον υπόλοιπο κόσμο έχουν επίσης υποφέρει, και το Πακιστάν έφτασε να εξαρτάται υπερβολικά από την Κίνα.
Από το εξωτερικό χρέος του των 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το Πακιστάν οφείλει 27% -ή αλλιώς πάνω από 24 δισεκατομμύρια δολάρια- στο Πεκίνο. Αναγκάστηκε επίσης να βασιστεί σε χαμηλότερης ποιότητας κινεζική στρατιωτική τεχνολογία αφού έχασε την στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ.
ΜΑΚΡΑΝ ΤΟΥ «ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ»
Τριάντα χρόνια υποστήριξης του τζιχάντ τροφοδότησαν επίσης την εσωτερική δυσλειτουργία της χώρας. Η οικονομία της παλεύει, εκτός από την περίοδο των ετών της γενναιόδωρης αμερικανικής βοήθειας. Οι εγχώριοι Ισλαμιστές ριζοσπάστες έχουν υποκινήσει σποραδική βία, όπως τρομοκρατικές επιθέσεις σε θρησκευτικές μειονότητες, και ταραχές με την απαίτηση της απέλασης του Γάλλου πρέσβη για φερόμενη βλασφημία της Γαλλίας εναντίον του Προφήτη Μωάμεθ. Τα δικαιώματα των γυναικών αμφισβητήθηκαν δημοσίως και απειλήθηκαν, και τα βασικά μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λογοκρίνονται τακτικά για να διευθετηθούν ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ευαισθησίες. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να «εξισλαμίσει» το πρόγραμμα σπουδών εις βάρος μαθημάτων επιστήμης και κριτικής σκέψης.
Κατά ειρωνικό τρόπο, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έρχεται εν μέσω υποσχέσεων για αντιστροφή αυτών των τάσεων. Πριν από τέσσερα χρόνια, ο σημερινός αρχηγός του στρατού του Πακιστάν, στρατηγός Qamar Javed Bajwa, δήλωσε ότι ήθελε να μετατρέψει το Πακιστάν σε «μια φυσιολογική χώρα». Έκτοτε μίλησε επίσης για την ανάγκη βελτίωσης των σχέσεων με την Ινδία και τη μείωση της εξάρτησης του Πακιστάν από την Κίνα.
Αυτό το όραμα του μετασχηματισμού περιελάμβανε μια προσπάθεια να καταστεί δυνατή μια διευθέτηση στο Αφγανιστάν. Το Πακιστάν άρχισε να φράζει τα μακρά και πορώδη σύνορα με τον γείτονά του, έκανε ανοίγματα προς την κυβέρνηση της Καμπούλ, και υποσχέθηκε να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην επίτευξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας. Ο Bajwa σημείωσε την προθυμία του Πακιστάν να επεκτείνει τους εταίρους του στο Αφγανιστάν ώστε να συμπεριλάβει φατρίες που δεν είναι Ταλιμπάν.
Το ISI διοργάνωσε συναντήσεις μεταξύ των διαπραγματευτών των ΗΠΑ και ορισμένων ηγετών των Ταλιμπάν, οδηγώντας στην Συμφωνία της Ντόχα, η οποία έθεσε ένα χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση του στρατού των ΗΠΑ σε αντάλλαγμα για αόριστες υποσχέσεις των Ταλιμπάν να ξεκινήσουν ειρηνευτικές συνομιλίες με άλλους Αφγανούς και να αποτρέψουν το έδαφος που ελέγχουν από το να χρησιμοποιηθεί για την εξαπόλυση τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αντί να ωθήσει την επιστροφή στην ομαλότητα στο Πακιστάν, αυτή η συμφωνία μόνο θα επιδεινώσει τις προκλήσεις της χώρας. Δεδομένης της σκληροπυρηνικής ιδεολογίας των Ταλιμπάν, δεν ήταν ρεαλιστικό οι Αμερικανοί διαπραγματευτές να περιμένουν ότι η ομάδα θα συμβιβαζόταν με άλλους Αφγανούς, ειδικά με την κυβέρνηση της Καμπούλ. Και παρόλο που το Πακιστάν διευκόλυνε αυτή την συμφωνία με την ελπίδα ότι θα βελτιώσει την θέση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πλέον πιθανό να θεωρηθεί υπεύθυνο για την άρνηση των Ταλιμπάν να σταματήσουν να πολεμούν και να συμφωνήσουν στην κατανομή εξουσίας. Η διακηρυγμένη επιθυμία του Bajwa να αλλάξει πορεία έχει παρεμποδιστεί από τις παλαιότερες πολιτικές του Πακιστάν. Δεδομένης της κακής σχέσης του Πακιστάν με σχεδόν όλες τις άλλες ομάδες στο Αφγανιστάν, μπορεί να έχει λίγες άλλες επιλογές από το να μείνει με τους Ταλιμπάν σε περίπτωση ανανεωμένου εμφυλίου πολέμου στα βορειοδυτικά σύνορά του.
Η συμφωνία δεν θα επιτύχει επίσης τους αντιτρομοκρατικούς στόχους της Ουάσιγκτον. Μια έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών [4] που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο διαπίστωσε ότι οι Ταλιμπάν δεν διέκοψαν τους δεσμούς τους με την Αλ Κάιντα και ότι ανώτεροι αξιωματούχοι της Αλ Κάιντα σκοτώθηκαν πρόσφατα «μαζί με συνεργάτες των Ταλιμπάν ενώ βρίσκονταν μαζί τους». Η έκθεση προσδιόρισε επίσης το δίκτυο Haqqani, μια ομάδα που ο αμερικανικός στρατός περιέγραψε κάποτε [5] ως «πραγματικό σκέλος του ISI του Πακιστάν», ως την κύρια σύνδεση των Ταλιμπάν με την Αλ Κάιντα. «Οι δεσμοί μεταξύ των δύο ομάδων παραμένουν στενοί, βασισμένοι στην ιδεολογική ταύτιση, τις σχέσεις που σφυρηλατούνται μέσω κοινών αγώνων, και γάμων», αναφέρει η έκθεση.
Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Lloyd Austin, εν τω μεταξύ, δήλωσε ότι η Αλ Κάιντα θα μπορούσε να ανασυσταθεί [6] στο Αφγανιστάν εντός δύο ετών από την στιγμή που θα έχουν αποσυρθεί οι Αμερικανοί. Κανένα από αυτά τα γεγονότα δεν άλλαξε την δέσμευση του προέδρου Τζο Μπάιντεν [7] να αποσύρει τις δυνάμεις των ΗΠΑ.
Το Πακιστάν αναμένει μια νίκη των Ταλιμπάν, ακόμη και όταν οι ηγέτες του συνεχίζουν να μιλούν [8] για την ανάγκη συμφιλίωσης μεταξύ των Αφγανών. Αν και οι δημόσιες δηλώσεις από την Ισλαμαμπάντ θα συνεχίσουν να περιγράφουν την επιθυμία του Πακιστάν για ειρήνη, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είναι απίθανο να πιστέψουν τις διαμαρτυρίες του Πακιστάν ότι δεν επιθυμεί μια στρατιωτική ανάληψη [της εξουσίας] από τους Ταλιμπάν. Η σχέση των δύο χωρών φαίνεται προορισμένη να γίνει ακόμη πιο αναξιόπιστη τα επόμενα χρόνια.
ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΕΥΧΕΣΑΙ
Για τους Πακιστανούς που βλέπουν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του ανταγωνισμού με την Ινδία, η νίκη των Ταλιμπάν προσφέρει κάποια παρηγοριά. Το Πακιστάν δεν τα πήγε καλά στον ανταγωνισμό με την Ινδία στα περισσότερα μέτωπα, αλλά οι πληρεξούσιοί του στο Αφγανιστάν φαίνεται να πετυχαίνουν -ακόμα κι αν το Πακιστάν δεν μπορεί να τους ελέγξει πλήρως.
Αλλά είναι μια Πύρρειος νίκη. Αυτές οι εξελίξεις θα απομακρύνουν το Πακιστάν από το να γίνει «μια φυσιολογική χώρα», διαιωνίζοντας την δυσλειτουργία εγχωρίως και το κλειδώνουν σε μια εξωτερική πολιτική που καθορίζεται από την εχθρότητα προς την Ινδία και την εξάρτηση από την Κίνα. Η μακρά, αμοιβαία εμπλοκή της Ουάσιγκτον και της Ισλαμαμπάντ στο Αφγανιστάν απειλεί να αποδυναμώσει περαιτέρω την σχέση ΗΠΑ-Πακιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απίθανο να συγχωρήσουν σύντομα το Πακιστάν για την δεκαετιών ενεργοποίηση των Ταλιμπάν. Στα επόμενα χρόνια, οι Πακιστανοί θα επιχειρηματολογούν για το εάν άξιζε την προσπάθεια να επηρεάσουν το Αφγανιστάν μέσω πληρεξουσίων των Ταλιμπάν, όταν, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, το Πακιστάν θα μπορούσε να είχε εξασφαλίσει τα συμφέροντά του απόλυτα με τους Αμερικανούς.
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.nytimes.com/2021/04/15/world/asia/pakistan-afghanistan-withd...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2020-02-10/how-good-...
[3] https://www.wsj.com/articles/pakistan-says-alliance-with-u-s-is-over-151...
[4] https://www.undocs.org/en/S/2021/486
[5] https://www.bbc.com/news/av/world-us-canada-15026909
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-05-04/ashraf-gh...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-01-23/why-ame...
[8] https://www.washingtonpost.com/opinions/2020/09/26/imran-khan-peace-is-w...
https://foreignaffairs.gr/articles/73326/husain-haqqani/pyrreios-i-niki-toy-pakistan-sto-afganistan?page=show
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!